Ντοπιολαλήματα

Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ

Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ

«Ε μωρέ και ποιος είναι κειός όπου ’βήκε απ’ τη βάρκα του Ζώη του  Βλιασμένου ούλη νύχτα;», ρώτησε ο γερο Πάνος ο Γρόμπιος την ομήγυρη, που ήταν ακροβολισμένη γύρω απ’ την ξυλόσομπα του  καπηλειού και έτσουζε τα κρασάκια της…

Γκουρμέ

Γκουρμέ

-Ε μωρή κοπέλα, τι ναι κειό το γκουρμέ που λένε πως εφέρανε κάτω φτου στο Βαθύ για να’ χουμε το καλό το ρώτημα; Ρώτησε η θεια Κούλα την εγγονή της τη Γιωργία που ετοιμαζότανε να βγει.
-Γιαγιάκα μου για κει ετοιμάζομαι κι εγώ. Με άκουσες να μιλάω στο τηλέφωνο με τη Μαρία και γι’ αυτό ρωτάς; Απάντησε η μικρή.
-Τι λες μανούλα μου που θα κάτσω γω ν’ ακουρμαστώ τα τελέφωνά σας. Άλλη όρεξη δεν είχα μαθές, είπε χολωμένη η γιαγιά βάζοντας τα χέρια στη μέση της, έτοιμη για καυγά.

Ο ΣΚΑΤΛΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΟΥ

Ο ΣΚΑΤΛΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΟΥ

-Ακούς εκεί το σκατλιάρη το παλιογέροντα μπι διούφορε μέσα του, να χαλεύει να μπει μες στο λάκκο του πατέρα του μη λάχει και χώσ’νε τον αδερφό του πρώτα από δαύτονε…, είπε με ιερή αγανάκτηση η Στέλλα, μια γριά γύρω στα ενενήντα αλλά λεβεντόκορμη και περήφανη, με διαύγεια πνεύματος αξιοθαύμαστη για τα χρόνια της.
-Τι μπαμπαλογάς μπρε μανάαα, ρώτησε με περιέργεια η κόρη της η Ξανθή, καθώς ασβέστωνε την αυλή της ενόψει  του Πάσχα. Ποιος επέθανε και ποιος θέλει να μπει στο τάφο τ’ αλλουνού;

Σελίδες