Ντοπιολαλήματα

ΒΟΪΔΑΓΛΕΙΨΑ

ΒΟΪΔΑΓΛΕΙΨΑ

-Διάβα δω μωρέ αχρόνιαγο να σε χτενίσω νια χαψά, κι είναι το κεφάλι σ’ σα μαλλιοστούπα. Απ’ το πολύ το μπέρδεμα δε ξαγκλίζονται τα βλιασμένα και τα στρογγυλισμένα. Σα κωλορίζα από ασφελαχτό εγινήκανε. Πού επλάεσες εψές, απά σε τριβόλια; Φώναξε με αγανάκτηση η θειά Παρασκευή στον εγγονό της, που έδειχνε μεγάλη απροθυμία να καθίσει να τον χτενίσει για να πάει στο σχολείο. Ήταν η πρώτη μέρα βλέπετε και η γιαγιά ήθελε να στείλει τον Παναή καθαρό και χτενισμένο για να κάνει καλή εντύπωση στον δάσκαλο.

ΤΣΗ ΒΑΒΑΣ ΟΙ ΓΚΥΛΟΤΕΣ

ΤΣΗ ΒΑΒΑΣ ΟΙ ΓΚΥΛΟΤΕΣ

-Άντερο αμπατάριστο τη νοστιμιά βαστάει, είπε η Ακρίβω απαντώντας στις πιέσεις της μάνας της να πλύνει σχολαστικά τα άντερα απ’ το αρνί για να φτιάξει το κοκορέτσι.
-Σιγά μωρή μη φάμε το σκατό επνουμής εσύ βαριέσαι! Την κατακεραύνωσε η Ζωίτσα, η μάνα της που δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει εκπτώσεις στην καθαριότητα του κοκορετσιού.  Θα νάρτει κόσμος αύριο να φκηθεί για το πανηγύρι του αδερφού σου κι εσύ θέλεις να μας πιάσει στο στόμα του και να μας πει ανεπρόκοπες και κατελωμένες; Άσε που μπορεί να’ ναι και ο Νικολός ο Βρακατσάνος και να χάσει πάσα ιδέα…

Η ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Η ΖΩΝΤΑΝΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΥ

Είχε αρχίσει να δροσίζει καθώς προχωρούσε το απόγευμα στο νεκροταφείο του Αγίου Κωνσταντίνου, που ήταν σκαρφαλωμένο πάνω στο λόφο με το όνομα «Αναπαυτήρια», έξω απ’ το Κατωμέρι.  Τα ψηλά κυπαρίσσια και οι αιωνόβιες ελιές, έριχναν παχύ τον ίσκιο τους πάνω στα μνήματα κι ένα ελαφρό αεράκι είχε αρχίσει να φυσάει. Έτσι, πολλές γυναίκες του χωριού, διάλεγαν αυτή την ώρα για να επισκεφτούν τους τάφους των δικών τους ανθρώπων.

Σελίδες