Ο Αριστείδης Δάγλας μεγάλωσε στο Μεγανήσι της Λευκάδας, ίσως το ωραιότερο νησί του πραγματικού μα και του φανταστικού κόσμου.
Εκεί πρωτογνώρισε τα ξωτικά και τα αερικά να ξεπηδάνε μέσα απ’ τις φιλόστοργες αγκαλιές των γιαγιάδων που κάθονταν ώρες ατέλειωτες στα πεζούλια απ΄ τις απλόχωρες αυλές, λέγοντας παραμύθια. Από κάθε παρέα έβγαινε κι ένας ήρωας, μια νεράιδα, ένας καλικάντζαρος ή μια λάμια. Κάπου εκεί απάντησε τον Δεκατρή και θαμπώθηκε απ’ την εξυπνάδα και το θάρρος του. Στη στροφή του παραμυθόδρομου, γνώρισε τη Σταχτομάρω να κρατάει το χέρι της Χιλιάκριβης. Με δυσκολία ξέφυγε απ’ τα χέρια το Δράκοντα και κρύφτηκε απ’ την οργή της λάμιας στο καταφύγιο του σπιτιού της Ηλιογέννητης.
Στην άκρη του χωριού, ο Πεντεκλημάς του πρόσφερε ένα τσαμπί ροδόχρυσα σταφύλια και η Αλεπού του έμαθε λέξεις απ’ τη γλώσσα των ζώων. Έτσι κατόρθωσε να ακούσει τα μυρμήγκια που μιλούσαν με τον Κάρλος το τζιτζίκι και να αστειευτεί με τα τερτίπια της καρακάξας πριν αρχίσει το τραγούδι της. Και βέβαια, μια παραμονή Χριστουγέννων