Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ

Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ

«Ε μωρέ και ποιος είναι κειός όπου ’βήκε απ’ τη βάρκα του Ζώη του  Βλιασμένου ούλη νύχτα;», ρώτησε ο γερο Πάνος ο Γρόμπιος την ομήγυρη, που ήταν ακροβολισμένη γύρω απ’ την ξυλόσομπα του  καπηλειού και έτσουζε τα κρασάκια της…

«Δε τονε καλοχωρίζω μεσ’ τη καταχνιά  και τ’ γιοτούρα τ’ Βαθιού. Είναι και το τζάμι θολό και τρισκατελωμένο απ’ τα τσ’γάρα μαθές… Τέτοια ώρα μοναχά τα παγανά και τα τελώνια περβατούνε…», συμπλήρωσε ο Νιόνιος ο Τριόμφος που ήτανε πιο κοντά στο παράθυρο και πάσχιζε να τεντωθεί για να διακρίνει τον μυστηριώδη επισκέπτη.

«Κάμτε υπομονή δα και σα κοπιάσει κατά δω θα τονε ιδούμε», απάντησε ο Πάνος ο Γρόμπιος γουρλώνοντας κι άλλο τα μάτια του, μη τυχόν και χάσει καμιά σκηνή, παραμερίζοντας  τους άλλους θαμώνες που είχαν αρχίσει να μαζεύονται και να στριμώχνονται γύρω του κοντά στο θολωμένο τζάμι. «Δε μπορεί, εδώθε θα περάσει», συμπλήρωσε και τεντώθηκε περιμένοντας την πολυπόθητη συνάντηση.

Στο μεταξύ, ο σκοτεινός ταξιδιώτης, είχε πλησιάσει αρκετά και πάσχιζε να ζεστάνει τα χέρια του με την ανάσα του που άχνιζε μέσα στην ομίχλη και την υγρασία της γεναριάτικης νύχτας. Ήτανε παραμονή των Θεοφανίων και ο καιρός δεν αστειευόταν.  

«Μωρέ υγρασία!» μονολόγησε πλησιάζοντας. «Με το μαχαίρι τηνε κόβεις την αχάριστη!», συμπλήρωσε τρίβοντας τα χέρια του με τέμπο και σβελτάδα.

Η απόσταση που τον χώριζε απ’ το καπηλειό είχε πλέον εκμηδενιστεί. Το βλέμμα του, έπεσε μέσα απ’ το τζάμι στους περίεργους θαμώνες, που δεν ήταν άλλοι από τους συγχωριανούς του, και διασταυρώθηκε με το δικό τους. Ξαφνικά, η ξύλινη πόρτα άνοιξε από μέσα τρίζοντας, και τον κατάπιε μονομιάς! Οι παριστάμενοι, είχαν αναγνωρίσει τον συγχωριανό τους και τον άρπαξαν στην κυριολεξία, αφενός για να μάθουν τα νέα του και αφετέρου για να του προσφέρουν κάτι για να ζεσταθεί.

«Μωρέ καλώς το Βεσσάριο το λεβέντη!» είπανε με μια φωνή όλοι τους, σπεύδοντας να του εξασφαλίσουνε καρέκλα δίπλα στη σόμπα κι ένα ποτήρι γεμάτο με κρασί.

«Και πούθε έρχεσαι μες στη μαύρη νύχτα; Απ’ τα πρόπερσι έχω να σ’ απολάψω…»  πρόλαβε να ρωτήσει η θεια Κατερίνα η ταβερνιάρισσα πρώτη απ’ όλους. Ήτανε μια γυναίκα αξιοσέβαστη και «ξεματοχινή» να κρατάει τις ισορροπίες, όταν το κρασί άλλαζε την κρίση των ανθρώπων και η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει. Τότε εκείνη, με πυγμή σιδερένια, έβαζε στη θέση του κάθε επίδοξο ταραξία και επανέφερε στο μαγαζί της την απαιτούμενη τάξη, χωρίς να στραγγαλίζει την ευθυμία και το κλίμα της ευφορίας που αναπόφευκτα ερχόταν με τα …καλά του Διονύσου.

«Καλώς σας ήβρα το λοιπόνου!», είπε ο Βεσσάριος ο Ανετσίτωτος, σηκώνοντας το ποτήρι του κι αδειάζοντάς το μονορούφι, έτοιμος να απαντήσει στην ταβερνιάρισσα αλλά και σε  όλους τους παρευρισκόμενους, που ανυπομονούσαν να μάθουν. «Εξαμπαρκάρισα προψές απ’ τον Έπαχτο κι ελαβοκατίνισα για να’ βρω βάρκα που να’ ρχεται κατ’ το Μεγανήσι. Ήβρικα με τα πολλά νια γαΐτα μιανού γέροντα απ’ τον Καστό και με πήε μέχρι το Αιτωλικό. Εδεκεί εξενύχτ’σα σ’ ένα χάνι κι απέ με το ζόρι ένας Αστακιώτης με πήρε μέχρι το χωριό του. Δε λέτε που σήμερα το απόγιομα έπεσα απάς το Ζώη το Βλιασμένονε και ήρτα στο χωριό έστω και τώρα…», είπε κατεβάζοντας ακόμα ένα ποτηράκι.

«Και πού αρμένιζες και ξεμπαρκάρισες στον Έπαχτο;» Ρώτησε ο Παντελής ο Μάλιος.

«Ήμουνα καπετάνιος στη μπρατσέρα του Μπούρμπουλα απ’ το Κάλαμο και φορτώναμε ούλα τα καλά. Απ’ το Περαία έφτανε η χάρη μας μέχρι τη Ζάκυθο και τη Κεφαλονιά. Δυο τρεις βολές, επήαμε και στην Κέρκυρα. Εκείθε που λέτε, επαίρναμε σαρδέλες παστές,  ελιές κολυμπάδες και λινάρι και το πααίναμε όθε έπιανε το καράβι. Από αλλού φορτώναμε στάρι και καλαμπόκι και τ’ ανταλλάζαμε με λάδι απ’ τα μέρη που δεν είχανε προκοπή και το χώμα τσου ήτανε στέρφο. Τι να τα κάμεις όμως άμα έχεις να δεις το στεφάνι σου δυο χρόνια;», συμπλήρωσε με φόρτιση φανερή.

«Και πώς δεν επήες ντρίτα στη Μαριορή σου κάνε παρά έντεσες μέσα δω; Επνομής του μπρινιόγκου;», έριξε τη μπηχτή της η Κατερίνα, μετρώντας την αντίδραση του νεοφερμένου.

«Ωχ μπρε θειά, δε θα πάθει τίποτα σα πάου νιάν ώρα αργότερα. Τόσο καιρό με καρτέραε, βάλε να πιούμε ένα ακόμα. Κεράου εγώ απόψε τη παρέα ούλη», και με αυτά τα λόγια, έβγαλε απ΄ το σακούλι του ένα μάτσο λεφτά και τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι.

«Όπως ορίζεις λεβέντ’ μου… Πραματ’κώς δε θα γένει και τίποτα σα πας νια χαψά παραπέρα στη κυρά σου. Άσε που θα την έβρεις στο κόρνια, όποτα και να φτάσεις στο κονάκι σου.  Γλέπεις εδώ στο καταχείμωνο οι κυράδες πλαέν’νε με τσ’ κότες. Στάκα να  ζοματίσω ένανε  ρέγγο και να σ’ φέρω το μαστραπά γιομάτονε να κεραστούτε! Έχω και δυο ολούς να ψήσω με τρεις αποκλαμούς», είπε η γριά και σηκώθηκε να κάνει τη δουλειά της, με τη σκέψη της στο φουσκωμένο πορτοφόλι του καπετάνιου.

Η ώρα πέρασε γρήγορα, κι ο ένας μαστραπάς διαδεχόταν τον επόμενο, ώσπου η παρέα άρχισε σιγά σιγά να διαλύεται. «Χάειστε να φύουμε τώρα κι αύριο έχουμε το σταυρό. Θα ’νέρτει ο παππάς να αγιάσει τα νερά κι εμείς θα κουντράμε σα μωροζώντανοι…», είπε με πειστικότητα ο Παντελής ο Μάλιος και έδωσε το σύνθημα της αποχώρησης από τη θαλπωρή της ξυλόσομπας και του κρασιού.

Ο Βεσσαρίας ο Ανετσίτωτος βγήκε τελευταίος  απ’ το μαγαζί. Το κεφάλι του ήταν βαρύ απ’ το αλκοόλ και το βάδισμά του στρεκλό και ασταθές. Η παγωνιά και η υγρασία όμως σύντομα τον συνέφεραν μιας και κατάλαβε ότι έπρεπε να επιταχύνει αν δεν ήθελε να «πλευριτώσει» και να κρεβατωθεί, ακόμα δεν έφτασε στο χωριό του…

Σε λίγα λεπτά, έφτασε στην αυλόπορτα του σπιτιού  και βράδυνε το βήμα του για μην κάνει θόρυβο και ξυπνήσει τη Μαριορή του. Σαν μπήκε όμως στο σπίτι, εκείνη ήταν ξύπνια και τον περίμενε στην κουζίνα υπό το φως της λάμπας του πετρελαίου με ύφος περισσότερο επικριτικό, παρά ενδεικτικό της νοσταλγίας που θα περίμενε κανείς να δείχνει σε μια τέτοια περίπτωση.

«Μπα καλώς τονα…», του πέταξε σα μαχαιριά εκείνη. Τρεις ώρες σε καρτερώ απ’ την ώρα που μο’ φερε τα σκαρίκια ο Ζώης ο Βλιασμένος. Πού έντεσες για να’ χουμε το καλό το ρώτημα; Αντίς να ’ρτεις γραμμή σε μένανε, πέρασες για κατάθεση στη γριά Κατερίνα με τσου καρτεζινιάδες;», είπε με κυνισμό, κόβοντας τα πόδια του καπετάνιου, που άλλα περίμενε να δει απ’ τη κυρά του μετά από δυο χρόνια απουσίας…

Δεν είχε φανταστεί ότι ο Ζώης θα έδινε ρεπόρτο στη γυναίκα του… Τώρα έπρεπε πάση θυσία να βρει μια δικαιολογία πειστική για να τα μπαλώσει. Το μυαλό του θολωμένο απ’ το κρασί αλλά και από το σοκ που υπέστη μόλις, πάσχιζε να ξεγλιστρήσει απ’ τη μέγγενη της Μαριορής «και να τονε κόψει ο Θέος», όπως έντονα σκεφτότανε. Ξαφνικά, του ήρθε μια ιδέα. Η μόνη ιδέα που μπορούσε να βρει μέσα στον αιφνιδιασμό του.

«Αντίς να με καλωσορίσεις πο’ χεις να με ιδείς απ’ τα πρόπερσι με υποδέχεσαι με μιζαδούρα και με χολή. Δε σου’ πε ο Ζώης πού εστάθ’κα δα;», απάντησε ελπίζοντας την άλλη μέρα να προλάβει να ειδοποιήσει τον βαρκάρη ώστε να υποστηρίξει τη δικαιολογία του ως άλλοθι. «Όπως επέραγα απ’ το κονάκι του Βεντερούγα, μο’ κρινε  να μπω μέσα. Μ’ άκ΄σε που χαιρέτησα τη Λάμπρω του Καδρόνια που΄ ναι μεσοτοιχία και γνώρ’σε τη φωνή μου. Έκατσα νια χαψά, αλλά δε μ’ άφηνε να φύβγω αν δε μο’ λεγε ούλα του τα νιτερέσα ο χριστιανός. Ατόνησα να ξεμπερδέψω με δαύτονε…».

Στα τελευταία του λόγια, η Μαριορή άρχισε να τρέμει. Μονομιάς πάνιασε το πρόσωπό της και άσπρισαν  τα χείλια της. Σήκωσε τα χέρια της και τραβώντας τα μαλλιά της άρχισε να ουρλιάζει: «Ε μωρέ αχρόνιαγε, κι ο Βεντερούγας έχει απ’ τα πέρσι πεθαμένος… Τι’ ναι ευτά που μ’ λες; Εσκώθ’κε απ’ το λάκκο του και ροβόλησε απ’ τον Αη Κωσταντίνο για να σου πει τα νιτερέσα του; Φέα δώθε αλειτρούητε μέρα που ξημερώνει!» συνέχισε τις φωνές η κυρά του, ξεσηκώνοντας τη γειτονιά στο ποδάρι.

«Κυρά Μαριορή τον είδα κι εγώ με τα μάτια μου που μπήκε μέσα κει αλλά δεν ήξερα τι πάει να κάμει. Μ’ κάστηκε πως θα μπει να χαιρετήσει τη χήρα τη γριά Βεντερούγαινα», ακούστηκε η φωνή του Ζώη που εμφανίστηκε ως από μηχανής θεός να διορθώσει το σφάλμα του…

Η Μαριορή κλονίστηκε. Ενώ η ετυμηγορία της ήταν καταδικαστική σαν πέλεκυς για το νεοφερμένο, η ομολογία του βαρκάρη ανέτρεπε τα δεδομένα άρδην.

«Και ποιόνε είδε κάνε μέσα κει, αφού ο γέροντας είναι πεθαμένος;», ρώτησε με απορία και με δυσπιστία μεγάλη τον επισκέπτη.

«Παγανό Μαριορή μου. Παγανό στα σίγουρα! Μέρα που’ ναι, ξεκουμπίζονται για τον άλλο κόσμο και κάνουνε ό,τι διαολιά σκαρφιστούνε! Αύριο που θα πει ο παππάς το Εν Ιορδάνη, θα χαηπωθούνε στο έρο το πινιμό τα λαμπάσματα, μέχρι να ματάρτουνε ταχιά την παραμονή του Χριστού. Παγανό ήτανε, σε κουβεντιάζω. Επήρε τη μ’σούδα του πεθαμένου για να λαβοκατινίσει το Βεσσαρία, αλλά πού  να ξέρει πως ευτός ήτανε μπαρκάδος και δεν εγνώρ’ζε  πως ο γέροντας ήτανε πεθαμένος;», κατέληξε ο Ζώης με επιχειρηματολογία που θα ζήλευε και ο μεγαλύτερος δικηγόρος.

Η Μαριορή όντως λύγισε. «Μωρέ λες να γίνανε έτσι τα πράματα και γω τονε πήρα απ’ τα μούτρα το καψερόνε;» σκέφτηκε με μια υποψία ενοχής… Μα πριν τελειώσει τη σκέψη της, ένας διακριτικός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα.

«Ποιος είναι τέτοια ώρα;» ρώτησε η οικοδέσποινα φοβισμένη.

«Εγώ, ο γέρο Βεντερούγας, ο πεθαμένος. Ήρτα να δώκω του αντρός σου τη ταμπακιέρα του που την αλησμόνησε στο κονάκι μου» ακούστηκε μια τρεμουλιαστή φωνή, κάνοντας τη Μαριορή να καταρρεύσει, αλλά με εμπεδωμένη πλέον στη συνείδησή της την αθωότητα του Βεσσάριου.

«Μωρέ θα μου τη πεθάν’τε τη παλιογύναικα», είπε χαμηλόφωνα ο καπετάνιος στο «παγανό» που δεν ήταν άλλος από τον Πάνο το Γρόμπιο, ο οποίος παρακολούθησε όλη τη συζήτηση  πίσω απ’ τις χαραμάδες της πόρτας κι αποφάσισε να επέμβει για να επιβεβαιώσει την εκδοχή του φίλου τους του Ζώη.

«Από καλά σου ποδάρια κακομοίρη μου…», είπαν και οι δυο με μια φωνή και τράβηξαν για τα σπίτια τους με ικανοποίηση που σώσανε τον καπετάνιο απ’ τη μουρμούρα της κυράς του χρονιάρα μέρα…

«Φχαριστώ παιδιά, καλό ξημέρωμα και μην αλησμονήσ’τε να πείτε στη γριά Κατερίνα να μη βγάλει μπαμπαξά. Και μετά την εκκλησά, σας καρτερώ για τρατάρισμα γενναίο μετά το καλό που μ’ κάματε σήμερα…», είπε ο καπετάνιος σπεύδοντας να συνεφέρει τη γυναίκα του…