Ο ΣΚΑΤΛΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΟΥ

Ο ΣΚΑΤΛΙΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΟΥ

-Ακούς εκεί το σκατλιάρη το παλιογέροντα μπι διούφορε μέσα του, να χαλεύει να μπει μες στο λάκκο του πατέρα του μη λάχει και χώσ’νε τον αδερφό του πρώτα από δαύτονε…, είπε με ιερή αγανάκτηση η Στέλλα, μια γριά γύρω στα ενενήντα αλλά λεβεντόκορμη και περήφανη, με διαύγεια πνεύματος αξιοθαύμαστη για τα χρόνια της.
-Τι μπαμπαλογάς μπρε μανάαα, ρώτησε με περιέργεια η κόρη της η Ξανθή, καθώς ασβέστωνε την αυλή της ενόψει  του Πάσχα. Ποιος επέθανε και ποιος θέλει να μπει στο τάφο τ’ αλλουνού;
-Ο βαριόμοιρος ο Αντρέας ο Σφουγκλής ψυμ’… Ήτανε μισόμουρλος ο καψερός και τον είχανε τα παιδιά του πέρα ’φτου στη πολιτεία, σ’ ένα σπίτι από κειά που να μη σου δώκει ο Θέος να σε πετάξ’νε μέσα… Ήρτε η ώρα το λοιπόν να ησ’χάσει όπως ούλος ο κόσμος που πεθαίνει, αλλά πού; Δεν ελογάριασε εκειόνε το μέλεχα στον αδερφό του το Λία, είπε με αγανάκτηση.
- Και τι το’ καμε ο αδερφός του; Ευτός είναι θεοσεβούμενος και σεβαστ’κός γέροντας, απόρησε η Ξανθή.
-Το στερνό το ποκάρι ζυγιάζεται… Απάντησε η Στέλλα. Το γρούνι αρνί δε γένεται… Μη λες και δε τον ήξερα ’γω από τότες πού’ τανε παιδάκι; Συνομόλικοι είμαστε δα… Σαν επαέναμε σκολειό τότες, με το δάσκαλο το Κωσταντή να αγιάσ’νε τα πεθαμένα του, ο Λίας εκοίταζε πώς να βάλει σπιουνιές και να πει ένα σωρό ψέματα σα τονε πιάναμε να κλέφτει τα μπουκούνια απ’ τα σακούλια μας. Κι απέ στη κατοχή, τονε διορίσανε ντραγάτη και μας ετάραξε στα προστίματα για δυο παλιοβροβατίνες πού’ χαμε μέχρι να βάλει στο χέρι τ’ αρνιά τσου. Ελεγνός και τρισάθλιος…
-Δε του τού’χα του μπάρμπα Λία… Τον έβλεπα στο μαγαζί που καθότανε και τον επέραα γι’ αρχοντάνθρωπο.


-Εκαθότανε ψυμ’ εδεκειά, μη λάχει και τονε κεράσει καένας γιατί μες τη τσέπη του είχε παουρομάνες. Ποτές του δεν εκέρασε μάηδε νερό, ούτε τ’ Άη Λιός. Εκείνη τη μέρα έλεγε πως …γυρίζει ο καιρός αλλιώς και καθότανε στη μαγκουφιά του ξεματόχου, μη ποντάρει μες το κατακαλόκαιρο. Άνθρωπος μονόχνοτος. Ξερός κι αρούκανος. Δε τον απολάψαμε να γελάσει νια χαψά ποτές του, να κάμει ένα καλαμπούρι...  Και τώρα στα στερνά του, χαλεύει να αφήκει άταφο τον αδερφό του μη του πάρει τη σειρά… Αυτός είναι ο ασήφταος! Κατέληξε η θεια Στέλλα με αποστροφή και απέχθεια για το πρόσωπο του Λία.
-Δηλαδή τι σκιάζεται; Ρώτησε με αφέλεια η Ξανθή.
-Πούθε είσαι συ; Απ’τ’ Άλατρο; Δε νογάς πώς οι πεθαμένοι δε μπορούνε να ξεχωθούνε προτού περάσ’νε τρία χρόνια; Ευτός εσκιάχτηκε μη χώσουνε τον αδερφό του και πεθάνει νωρίτερα…
-Και σα; Είπε με απορία η κόρη.
-Μωρή εσύ σκας γάιδαρο! Τι σ’ λέου τόση ώρα; Η αφ’σκιά του δε τον αφήνει να κάμει πέρα. Δε καταλαβαίνει πως σαν έρτει εκείνη η ώρα όπου και να σε χώσ’νε δεν έχει καμία διαφορά για σένανε…
-Και τώρα τι θα γένει; Πού θα τονε πάνε το μαυραντρέα; Ρώτησε η Ξανθή.
-Εδώ θα τονε φέρ’νε τα παιδιά του, λένε. Και σαν έρτει ευτός ο αλητρούητος να κάμει δεμάνκα θα ιδούνε πώς θα τα πορέψ’νε. Ο παππά Γληγόρης τού μήνυσε να μη κάμει εκεί, γιατί θα τον αφορίσει…
-Δηλαδή υπήρχε περίπτωση να πάει εκεί και να κάμει αντράλες με τον αδερφό του στην κάσα και τόσο κόσμο ολοτρού’υρα;    
-Δεν έχεις ιδέα τι κουμάσι είναι… Εδώ μόλις εψυχομάχαε η μάνα τσου, επήρε δυο ψευτομάρτυρες κι ένανε πληρωμένο γραμματικό και έφκιασε μια διαθήκη στα μέτρα του. Ούλα τα πήρε ευτός. Του αδερφού του δε τ’ άφ’κε ούδε αγραπιδιά ξερή…
-Μωρέ μπράβο… Αλλά τώρα κ’βεντιάζ’με για μνήμα. Ούλα τα σκατά θα τα φάει; Δε θα λιώσει ποτές του άμα κάμει τέτοια παλιανθρωπιά…
-Μωρέ σα ψοφήσει δε θα πάει καένας στη κηδεία του…
-Τι λέτε κοπέλες; Ακούστηκε απ’ το σοκάκι η φωνή του μπάρμπα Μάσου του Κατσέλια που πλησίαζε.
-Τι να πούμε άλλο; Για το σκατλιάρη το Λία π’ δεν αφήνει τον αδερφό του ν’ αναπαεί και θα κάμει τ’ανηψίδια του να χαλεύ’νε λάκκο πέρα φτου σε ξένες πολιτείες…απάντησε η Στέλλα.
-Τσωπάστε και τα ταχτοποίγησε ο παππά Γληγόρης ούλα. Έκαμε πίσω το θερίο. Έβαλε νερό στο κρασί του κι εδέχτηκε να γένει κανονικά η ταφή στο λάκκο του πατέρα τσου, πληροφόρησε τις γυναίκες ο μπάρμπα Μάσος.  


-Μπα, και πώς ήταν’ ευτό το καλό; Κάτι …λάκκο έχει η φάβα, είπε καχύποπτα η Στέλλα. Στου σκύλου το προσκέφαλο, μπουκούνι δε περ’σσεύει…
-Σαν έφτασε η… αρίδα στο ρόζο, ο παππάς έβαλε τα μεγάλα μέσα. Τον εκάλεσε στο καπελειό του Μαστροπάνου και του πε: «Ε ορέ Λία, τι διάολος σε σέλωσε και κάνεις τέτοια πράματα τ’ αδερφού σου; Πού θα τονε χώσ’ με το βαριόμοιρο; Στη Κουτρούλα; Σα κάμεις τέτοια σκατοψυχιά, θα σκωθεί και θα ’ρτει να σε γουρλώσει»… Εκειός όμως δε τονε πιέντησε και του’ πε: «Παππά δε με σκιάζεις εμένα με τέτοια. Οι πεθαμένοι με τς’ πεθαμένους κι οι ζωντανοί με τς’ ζωντανούς. Άλλο πράμα τάξε μου και άσε τα παραμύθια», είπε κι έκαμε το παππά να τσερνιάσει ούλος…
«Σα τι θέλεις να σ’ τάξω ορέ Λία;», είπε εκείνος κατακόκκινος όπως το σκροπίδι..
«Να μου δώκεις δυο μέρα τόπο κάτου απ’ το κυπαρίσσι το μεγάλο, σιμά στην μάντρα του Αη Κωνσταντίνου. Εκεί είναι μέρος με δροσά και δεν είναι άλλος δίπλαθε. Αν κάμω τη παραχώρηση τώρα, να’ χω κάνε να λαβαίνω κι εγώ νιαν εξασφάλιση. Γιατί αν πεθάνω γω ταχιά, ποιος θα τονε ξεχώσει τον Αντρέα που θα’ ναι άλιωτος;», είπε του παππά με θράσος.
«Μωρέ πέθανε συ και μη σε γνοιάζει», του’ πε ο ιερέας μέσα απ’ τα γένια του, μη λάχει και τον ακούσει ο …σκύλος και χαλάσει η δ΄λειά.. «Εντάξει το λοιπόν Λία. Έλα αύριο με το πασέτο σου  να μετρήσ’με και να βάλ’με σημάδια στο λάκκο σου», του ’πε έτοιμος να τονε βρίσει.
«Τώρα! Όχι αύριο. Σα μπει ο Αντρέας στο λάκκο και μετά εσύ με γελάσεις τι θα κάμω;», εξεστόμ’σε, κι έκαμε ούλο το μαγαζί να γυρίσει και να τονε τράξει με καταφρόνια μεγάλη. Κάνα δυο καθούμενοι που’ χανε τραβήξει και τα ούζα τσου, λίγο έλειψε να σκωθούνε και να τονε κάμ’νε αρίλογο…
«Σήκω ορέ αφορεσμένε να πάμε τώρα», του’ πε ο παππάς και παράγγειλε του επίτροπου να πάρει ένα σπεδόνι και τέσσαρες γαϊδουρόπρογκες να βάλουνε τα σημάδια. Τώρα που κρένουμε δα,  θα΄ναι κει και θα μετράνε το λάκκο του», κατέληξε ο μπάρμπα Μάσος…
-Σκατά στο λάκκο του…, είπε η Στέλλα και συμπλήρωσε: Μωρέ θα τονε συγυρίσω γω σαν έρτει εκείνη η ώρα. Τσι γίδες μου θα βάλω αγουπάνθενε να τονε χώσ΄νε στ’ βερβέλα τον ακλερονόμιστο… Και μουρμουρίζοντας βαριές κατάρες, τράβηξε για τη γειτονιά να μεταφέρει τα μαντάτα…