Μεγανήσι

ΑΦΥΣΚΙΑ

ΑΦΥΣΚΙΑ

-Φάε το στερνό σου και μη ματαχαλέψεις. Ακειό δε σε τσ’τώνω με τίποτααα, είπε η θειά Βασίλω στον εγγονό της το Θοδωρή στο δρόμο από το χωράφι για το χωριό, δίνοντάς του ένα απίδι απ’ το σακούλι της.
-Με π’νάει μωρ βαβά. Η μάνα μ’ λέει πως αξαίνω και γι’ αυτό δε λέου να χορτάσω.
-Ταινία έχεις δα; Απ’ τα πέρσι όσο και να σ’ δώκ’με να φας, δε γένεται τίποτα. Αγιόμοτη η κ’λιά σου. Σα το βαρέλι του Κανατσούρη πού’ τανε τρύπιο και διάβ’κε το λάδι κας τ’ Αραμπή το σοκάκι…

ΕΝΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ

ΕΝΑ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ

«Ξύπνα Ανέστη, ξύπνα παιδί μου και σε λίγο εξημέρωσε…», σιγοψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή ο καπετάν Γεράσιμος ταρακουνώντας ταυτόχρονα το παιδί πιάνοντάς το απ’ τον ώμο. «Έχουμε δουλειά πρωινή που δεν παίρνει αναβολή. Σήκω μη μας ακουρμαστούνε η μάνα σου και η αδερφή σου, γιατί δε θα μας αφήκ’νε να φύουμε εδώθε με το ζωντανό», συμπλήρωσε, παρατηρώντας με ανυπομονησία τις νωχελικές κινήσεις του παιδιού, που δε μπορούσε να καταλάβει μέσα στον ύπνο του τι ήθελε να πει ο πατέρας του.

ΛΙΘΙΑ ΓΡΟΜΠΙΑ

ΛΙΘΙΑ ΓΡΟΜΠΙΑ

-Γου τρομάρα μου η μαυροκίσσααααα, έσκουξε η Διαμάντω, πλέκοντας τα δάχτυλά της και γυρίζοντας τα χέρια της με τις παλάμες αποκουπισμένες προς τον ουρανό...
-Τι έπαθες μωρή σκαροβλογιασμένη και με λαβοκατίνισες; Απάντησε μακρόσυρτα η Βδοκιά, μαζώνοντας το κότολό της απάνου απ’ τα στραγάλια.
-Κάτι γλέπω που πλέει πέρα κει, στην πλακούτσα πίσωθε, σα και να μου κάζει πως είναι άνθρωπος, είπε έντρομη εκείνη.

Σελίδες