ΑΦΥΣΚΙΑ
-Φάε το στερνό σου και μη ματαχαλέψεις. Ακειό δε σε τσ’τώνω με τίποτααα, είπε η θειά Βασίλω στον εγγονό της το Θοδωρή στο δρόμο από το χωράφι για το χωριό, δίνοντάς του ένα απίδι απ’ το σακούλι της.
-Με π’νάει μωρ βαβά. Η μάνα μ’ λέει πως αξαίνω και γι’ αυτό δε λέου να χορτάσω.
-Ταινία έχεις δα; Απ’ τα πέρσι όσο και να σ’ δώκ’με να φας, δε γένεται τίποτα. Αγιόμοτη η κ’λιά σου. Σα το βαρέλι του Κανατσούρη πού’ τανε τρύπιο και διάβ’κε το λάδι κας τ’ Αραμπή το σοκάκι…