ΑΦΥΣΚΙΑ

ΑΦΥΣΚΙΑ

-Φάε το στερνό σου και μη ματαχαλέψεις. Ακειό δε σε τσ’τώνω με τίποτααα, είπε η θειά Βασίλω στον εγγονό της το Θοδωρή στο δρόμο από το χωράφι για το χωριό, δίνοντάς του ένα απίδι απ’ το σακούλι της.
-Με π’νάει μωρ βαβά. Η μάνα μ’ λέει πως αξαίνω και γι’ αυτό δε λέου να χορτάσω.
-Ταινία έχεις δα; Απ’ τα πέρσι όσο και να σ’ δώκ’με να φας, δε γένεται τίποτα. Αγιόμοτη η κ’λιά σου. Σα το βαρέλι του Κανατσούρη πού’ τανε τρύπιο και διάβ’κε το λάδι κας τ’ Αραμπή το σοκάκι…
-Μην έχεις άλλο ένα μωρ’ βαβά και το’ φαγα; Απάντησε ο Θοδωρής λες και δεν άκουσε τίποτα από όσα του καταλόγιζε η γριά.
-Γου μωρε ανεχόρταε το’ πιες λες κι ήτανε χαπάκι; Στάκα και σα πάμε στο κονάκι θα σου βράσω σπερνοκούρκουτο μη λάχει και στουμπώσεις. Ίδιος ο σχωρεμένος ο παππούλης σου.
-Ο παππ’λάκος ήτανε γλώζος δα;
-Γλώζος; Μοναχά; Ευτός μανούλα μου ήθελε νια λάτα κολυμπάδες για νια στιγμή. Εγιόμοζε τσ’ φούχτες  του και τσι κατάπινε αμάσ’γες. Αφού νια βολά ο αδερφός του για να τονε προσβάλει, το’ βαλε νια λίμπα βερβέλες μέσα σε αρμούρα κι ευτός τσι κατάπιε νια και καλή… Το μόνο πού’ βρηκε να πει, είναι πως ήτανε ωραίες γιατί δεν είχανε καθόλου κοκαλίτσα…
-Τσώπα ορή βαβά… Και δε τονε σκότωσε σα το’ μαθε;
-Δε του τού’πε καένας μανούλα μου. Εκούταε δα; Εγύριζε με το μαχαίρι στο ζωνάρι και ήτανε αψύς κι αναπιέντιστος.
-Δε τονε πρόκαμα το καψερό. Από τι πέθανε;
-Εμαχαίρωσε τη κοιλιά του καμάρι μου.
- Και γιατί; Μουρλός ήτανε δα;
-Αμί; Θεόμουρλος κι αφύσκος αντάμα. Νια βολά π’ λες, έσφαξε ένα κριάρι θερίο. Τα κέρατά του ήτανε νια οργιά και τα λιμπά του νια βρασά. Τόσο κάπος ήτανε, που με το τομάρι του εφκιάσαμε τρία σαΐσματα και με το μαλλί του γιομόσαμε δέκα κωλοπροσκέφαλα.
-Και τονε κούντρησε;
-Όχι. Δε πέθανε από κούντρησμα. Σού’ πα, εμαχαίρωσε τη κοιλιά του. Αφού το’ φαε ούλο μοναχός του απάνου απ’ το σουβλί, σε μομέντο τονε ματαπείνασε.
-Άει στο διάουλο σαπιοκοιλιά, τον ακούου και λέει. Τι σκατά έχεις μέσα σου και δε τσιτώνεις; Και μπριν προκάμω να βγω όξου, τράβ’ξε το μαχαίρι και το’ χωσε στη κοιλιά του. Θέος σχωρέστονε…
-Τι λες ο έρμος; Μαρτούριο όπου ετράβ’ξε…
-Εγώ να ιδείς τι τράβ’ξα που δεν ήξερα τι να του φέρω να φάει. Είχα και τρία παιδιά να ταΐσω…
Μ’ αυτά και με κείνα, γιαγιά και εγγονός έφτασαν στο  χωριό.
-Ε μπρε βαβά, τι μισκοβολάει έτσι πέρα στο σπίτι;
-Θα να’ βαλε η Τασά τ’ λαδόπ’τα στο φούρνο.
- Θειά Τασάααα, φώναξε ο Θοδωρής, νόμου ένα φελί να ιδώ πώς εψήστ’κε.
-Και τώρα την έριξα στο φούρνο καημένε μου. Θέλει νια ώρα ακόμα να σταλώσει, απάντησε εκείνη.
- Δε τράζεις ξώχειλα μην εψηστήκανε τ’ αγκαθίδια; Ρώτησε το παιδί με τα σάλια του να τρέχουνε.
-Ορέ χάει στο ’έρο το διάουλο λουρίτη και δε τ’ άφ’κες τίποτα του μακαρίτη! Ακούστηκε η παρέμβαση της γριάς. Χαφταλεύρα, ε χαφταλεύρα!
Και σπρώχνοντάς τον, τον έβαλε μέσα στο σπίτι.
-Τ’γάρεις και πάει απ’ την «αφ’σκιά» του να χωθεί μέσα στο φούρνο, κι έχει τα ίδια στερνά με τον ανεπρόκοπο; Μονολόγησε καθώς κλείδωνε την πόρτα…