«Ξύπνα Ανέστη, ξύπνα παιδί μου και σε λίγο εξημέρωσε…», σιγοψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή ο καπετάν Γεράσιμος ταρακουνώντας ταυτόχρονα το παιδί πιάνοντάς το απ’ τον ώμο. «Έχουμε δουλειά πρωινή που δεν παίρνει αναβολή. Σήκω μη μας ακουρμαστούνε η μάνα σου και η αδερφή σου, γιατί δε θα μας αφήκ’νε να φύουμε εδώθε με το ζωντανό», συμπλήρωσε, παρατηρώντας με ανυπομονησία τις νωχελικές κινήσεις του παιδιού, που δε μπορούσε να καταλάβει μέσα στον ύπνο του τι ήθελε να πει ο πατέρας του. Δε θυμόταν να είχε καμιά δουλειά και μάλιστα κυριακάτικα, πράγμα που τον έκανε εξαιρετικά απρόθυμο να αφήσει το βολικό του στρώμα και να τρέχει αχάραγα για αγγαρείες.
«Τι λες μωρέ πατέρα; Εμουρλάθ’κες; Ποια δουλειά; Ποιο ζωντανό; Άσε με να πλαέσω νια μέρα σας άνθρωπος. Κάθε πρωί τρέχουμε δυο ώρες να φέξει με το καΐκι και μόνο η Κυριακή μένει για ξεκούραση. Σύρε μοναχός σου, τι με θέλεις εμένα;» είπε κοφτά και άλλαξε πλευρό. Έτσι, ο καπετάνιος μην έχοντας ούτε το κουράγιο, ούτε την υπομονή, σηκώθηκε άπραγος και βγήκε κλείνοντας απότομα πίσω του την πόρτα σα να βιαζόταν πολύ, για κάποιον ανεξήγητο λόγο. Και να που η αγωνία στο φέρσιμο του πατέρα του και η παιδική του περιέργεια, έκαναν τη δουλειά τους… Ο μικρός κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί ξανά κι αν δεν έκανε γρήγορα να ντυθεί, θα έμενε με την απορία για το τι σκάρωνε ο πατέρας του πριν καλά καλά φωτίσει ο ήλιος. Μ’ αυτή τη σκέψη, φόρεσε γρήγορα τα ρούχα του και πετάχτηκε σαν ελατήριο έξω απ’ το σπίτι.
Ο χαρακτηριστικός ξερός χτύπος του ξύλινου πορτονιού και οι βαριές πατημασιές, τού φανέρωσε ότι ο καπετάν Γεράσιμος είχε ήδη βγει στο δρόμο και ανηφόριζε απ’ το πίσω μονοπάτι, απ’ τη Ράχη, για να μη δώσει στόχο στο χωριό για τις προθέσεις του. Το παιδί αφού άρπαξε ένα κομμάτι ψωμί, απ’ το καλάθι, ρίχτηκε σα σίφουνας ξοπίσω του κι όπως ήταν φυσικό, μιας και ήτανε και μακρυπόδαρος, τον πρόλαβε σε λίγο στην καμπούρα της ανηφόρας για το σπίτι του Ψάθα. Μέσα στο μισοσκόταδο, δεν είχε προσέξει ότι μπροστά απ’ τον γονιό του βάδιζε ανυποψίαστο με χαρούμενο βηματισμό το γαϊδουράκι τους, δεμένο χαλαρά με μια τριχιά.
«Πού πας μωρ’ πατέρα με το π’λάρι; Είναι μ’κρούλ’ ακόμα το έρμο. Τι μπορεί να κουβαλήσει αυτό; Δεν έχ’ ανάκαρα…», είπε με αφέλεια ο Ανέστης. Πριν αποσώσει όμως την ερώτησή του, ένας αόριστος φόβος έσφιξε την καρδιά του και μια φοβερή υποψία φώλιασε μέσα του. Δεν τόλμησε όμως να ξεστομίσει αυτό που σκέφτηκε, ελπίζοντας να κάνει λάθος. Φοβήθηκε μήπως η σκέψη του ακουστεί κι αμέσως μετάνιωσε και που τη γέννησε στο μυαλό του…
Η απάντηση του πατέρα του όμως, επιβεβαίωσε τη χειρότερή του υπόνοια: «Παιδί μου ζύγωσε να σ’ πω, για να μη φωνάζω και μας ακουρμαστεί ο κόσμος. Ούτε γω το θέλω μα πρέπει να γίνει. Δεν υπάρχει τροφή για δυο ζωντανά. Η γαϊδούρα, είναι νέα και εργατική. Για να τα’τώσει θέλει νια μπάλα σανό την ημέρα και δυο κιλά καλαμπόκι. Θα γεννήσει άλλο ταχιά. Βλέπεις με γέλασε ο Λευκαδίτης και δεν ήρτε να το πάρει. Εμείς δε χρειαζόμαστε άλλο γαϊδούρι. Και μη κοιτάζεις τώρα που ναι μικρό και το βυζαίνει η μάνα του. Σε λίγο καιρό θα θέλει ένα σωρό τροφές. Και μεις φτωχοί άνθρωποι, δεν έχουμε να του δίνουμε Ανέστη μου. Άσε λοιπόν την κουβέντα και ακ’λούθα με χωρίς ερωτήσεις. Κάμε πως δε βλέπεις και δεν ακούς. Ούτε γω θέλω να κάμω τέτοιο πράμα, αλλά δε γίνεται αλλιώς…Θα πάμε στον Αθερ’νό πό’ χω τ’ βάρκα και θα κάμ’με αυτό που πρέπει μεσοπέλαγα…», είπε με φωνή τρεμουλιαστή, έτοιμος να βάλει τα κλάματα κι ο ίδιος…
Ο καπετάν Γεράσιμος, αν και σκληροτράχηλος, είχε χρυσή καρδιά. Ούτε αυτός ήθελε να κάμει αυτό το κακό, αλλά οι νόρμες της εποχής και οι συνήθειες του χωριού ήταν πολλές φορές απόκοσμες χωρίς οίκτο για κανέναν. Η φτώχια και η ανέχεια του κόσμου, όπλιζαν το χέρι του για πράξεις που ποτέ ανθρώπου νους δε θα μπορούσε να δικαιολογήσει. Έτσι και τώρα. Μπροστά στο παιδί ξετυλιγόταν ένα κουβάρι δυσνόητο και μπερδεμένο, που η άκρη του οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο και ακατανόητο δράμα. Και το χειρότερο ήταν, ότι δεν περνούσε καθόλου απ’ το χέρι του να σώσει το γαϊδουράκι, μιας και ο πατέρας του, εκφράζοντας τη συλλογική συνείδηση του τόπου, είχε βγάλει την ετυμηγορία: Το πουλάρι θα πέθαινε φουνταρισμένο στα βάθη της θάλασσας με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό του.
«Πατέρα μη το κάμ’ς ευτό. Θα βρούμε φαΐ για το ζωντανό. Θα γυρίζω το χωριό και θα του μαζώνω τς φλούδες απ’ ούλα τα σπίτια. Θα του φέρνω χορτάρι και κλαριά απ’ την Ασφάκα. Σε παρακαλώ πατέρα, μη, μη, μη…», φώναζε με λυγμούς, νιώθοντας την καρδιά του μουδιασμένη. Τα δάκρυα μούσκευαν το πρόσωπό του και με την ανάστροφη του χεριού του σκούπιζε τα μάτια του ακολουθώντας συνάμα με γοργό βήμα τον πατέρα του, που είχε στο μεταξύ ταχύνει το ρυθμό του για να βγει απ’ το χωριό. Ο διάλογος του καπετάνιου με το παιδί, ήτανε κοφτός και απότομος. Από τη μια τα ατελείωτα παρακάλια κι από την άλλη η αμετάκλητη απόφαση, ανάμικτη με την πεποίθηση της ενοχής. Ο Ανέστης, ήλπιζε να καθυστερήσουν όσο γινόταν περισσότερο, τόσο για να παρατείνει τη ζωή του πουλαριού, όσο και για να έχει την ευκαιρία να πείσει τον πατέρα του να ματαιώσει αυτή τη μελλούμενη φρικτή πράξη.
Μέσα σ’ αυτή την παραζάλη, η ώρα κύλησε γρήγορα. Οι τρεις περιπατητές, έφτασαν στον Αθερινό. Ο καπετάν Γεράσιμος, διάλεξε μια μεγάλη πέτρα και με δυσκολία τη φόρτωσε στη βαρκούλα του κάνοντάς την να κουνηθεί απότομα. Έπειτα, σαν τη σταθεροποίησε, έκανε νόημα στο παιδί να μπει μέσα. Εκείνο, βλέποντας το προδιαγεγραμμένο έγκλημα να εξελίσσεται, παραδομένο σ’ έναν αλύτρωτο θρήνο, έσυρε τα μακριά του κανιά με κόπο και έκατσε στην κουπαστή κρύβοντας το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Ο πατέρας του κατόπιν, ζύγωσε στην άκρη, σήκωσε το γαϊδουράκι και το απόθεσε ανάμεσά τους στην κουβέρτα. Ύστερα με κινήσεις επιδέξιες, έλυσε το σίδερο κι έβαλε πλώρη για το Νησόπουλο.
Το ζωντανό, μουδιασμένο κι άμαθο από θάλασσα, άρχιζε να ρουθουνίζει σαν πιάσανε το πρώτο Καραβοστάσι. Ο Ανέστης το πήρε στην αγκαλιά του και κόλλησε το μούτρο του στον τριχωτό του λαιμό, κλαίγοντας σπαρακτικά. Ο καπετάνιος προσπαθούσε κι αυτός να μείνει ψύχραιμος, μα η συγκίνηση του παιδιού και η αθωότητα του ζώου που είχε παραδοθεί στα χέρια τους, άρχιζε να πελεκάει τα σωθικά του σαν τσεκούρι. Ο ήλιος είχε αρχίσει να ανεβαίνει για τα καλά και η βάρκα ζύγωνε το Αλαφομύτι. Χοντρές στάλες ιδρώτα ξεπηδούσαν απ’ το μέτωπο και των δυο. Η ώρα πλησίαζε… Κοιτάζοντας τις ξέρες και υπολογίζοντας το βάθος, ο καπετάνιος σταμάτησε το ξύλινο σκάφος μεσοπέλαγα και ετοιμάστηκε να δέσει το λιθάρι στο λαιμό του πουλαριού. Το παιδί είχε αποκάμει να παρακαλάει. Τα χέρια του πατέρα του έτρεμαν. Έστρεψε το βλέμμα του απ’ την άλλη για να αποφύγει τη ματιά του Ανέστη, μα ξαφνικά πάγωσε. Το πουλάρι είχε στηλώσει πάνω του τα μεγάλα κατάμαυρα υγρά μάτια του και τον κοίταζε ικετευτικά. Αυτό ήτανε… Μέσα του ένιωσε να σπάει ο πάγος της ανάγκης και να κατακλύζεται απ’ τη ζεστασιά της ζωής. Άρπαξε τα κουπιά με δύναμη, και την οδήγησε στη στεριά. Σήκωσε το γαϊδουράκι και το απόθεσε μαλακά πάνω στο χαλίκι της ασπράδας. «Χάει στο καλό και παραλίγο να μαγαρίσω τη ψυχή μου», μουρμούρισε και παρατώντας το εκεί, γύρισε την πλώρη του για το λιμάνι. Ο Ανέστης τώρα έκλαιγε αλλά από χαρά και ευγνωμοσύνη. Δεν πήγαν χαμένα τα δάκρυα και οι ικεσίες του. Ήξερε από τι μέταλλο ήταν φτιαγμένος ο πατέρας του αλλά προς στιγμή τρόμαξε πως θα δειλιάσει κάτω απ’ την πίεση της ανάγκης. Και βέβαια κατάλαβε ότι άφησε το γαϊδούρι στον κάβο, ως ελάχιστη παραχώρηση στον εγωισμό του, μιας και αν το έφερνε πίσω με τη βάρκα, όλο και κάποιο μάτι θα τον έπαιρνε, κι άντε να γλιτώσει την καζούρα απ’ τους χωριανούς στα καφενεία που ειδικά τις Κυριακές ήταν γεμάτα κόσμο.
Μ’ αυτές τις σκέψεις, η βαρκούλα έδεσε στον μόλο του Βαλαωρίτη και πατέρας και γιος τράβηξαν για το χωριό από το μονοπάτι του Κωσταρέλια. Σαν έφτασαν στη Ράχη, ο ήλιος είχε μεσουρανήσει. Ο Ανέστης ευτυχισμένος απ’ την έκβαση της ιστορίας, άρχισε να σκέφτεται τι καλό θα είχε ετοιμάσει για φαΐ η κυρά Στέλλα. Τέτοια ώρα όλα τα σπίτια της γειτονιάς μύριζαν υπέροχα απ’ την ετοιμασία του μεσημεριανού. Σε λίγο, μπήκαν στο δρομάκι για το σπίτι τους. Καθώς πλησίασαν στο ξύλινο πορτόνι, τα μάτια τους γούρλωσαν από την έκπληξη: Απέξω περίμενε το γαϊδουράκι, που μόλις τους είδε άρχισε να κλωτσάει το χώμα, προσπαθώντας να γκαρίξει για να δείξει τη χαρά του.
«Ε Μωρέ Γεράσιμε, πού το πήγατε το γαϊδούρι ούλη νύχτα;» ακούστηκε από μέσα η θεια Γιώτα που είχε ξυπνήσει και είχε πάρει είδηση τι έγινε. Πατέρας και γιός δαγκώθηκαν…
«Τίποτα μπρε μάνααα», πρόλαβε ο Ανέστης. «Το πήαμε να το μπανιάρουμε γιατί έκανε ζέστη», συμπλήρωσε κλείνοντας το μάτι στον καπετάνιο πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.
«Α, έτσι;», είπε με νόημα η νοικοκυρά, που είχε καταλάβει ακριβώς τι είχε γίνει. «Ένα στόμα ακόμα, πάντα χωράει στο σπίτι μας. Ελάτε μέσα τώρα να φάμε κι εμείς. Θα ξυλιάσει η σούπα».