ΒΟΪΔΑΓΛΕΙΨΑ

ΒΟΪΔΑΓΛΕΙΨΑ

-Διάβα δω μωρέ αχρόνιαγο να σε χτενίσω νια χαψά, κι είναι το κεφάλι σ’ σα μαλλιοστούπα. Απ’ το πολύ το μπέρδεμα δε ξαγκλίζονται τα βλιασμένα και τα στρογγυλισμένα. Σα κωλορίζα από ασφελαχτό εγινήκανε. Πού επλάεσες εψές, απά σε τριβόλια; Φώναξε με αγανάκτηση η θειά Παρασκευή στον εγγονό της, που έδειχνε μεγάλη απροθυμία να καθίσει να τον χτενίσει για να πάει στο σχολείο. Ήταν η πρώτη μέρα βλέπετε και η γιαγιά ήθελε να στείλει τον Παναή καθαρό και χτενισμένο για να κάνει καλή εντύπωση στον δάσκαλο.
-Άσε με μπρε βαβά και μου τα ξεκόλλωσες. Με πονεί ούλο μου το κεφάλι. Θα’ ναι ξίγκι απ’ την αμυδαλιά τση θειά Σταυρούλας. Ανεβήκαμε εψές τ’ απόγιομα με τον Αντώνη να μάσουμε αμύδαλα και ετρίφτηκα κοντεύει με δαύτο. Εμένα θα ιδεί ο δάσκαλος; Το πολύ πολύ βάνω τη σκούφια του παππούλη.
-Αμεδά! Δε το ξέρεις πως απαγορεύονται οι σκούφιες στο σκολειό; Οι δάσκαλοι ψαχαλεύ’νε τα παιδιά για να ιδούνε μην έχ’νε ψείρες. Ακόμα ο ήλιος καίει μανούλα μου. Αν πας με σκούφια θα βελάξεις απ’ τη κάψη και σα σε δει ο δάσκαλος, θα σαι ο πρώτος που θα τράξει.  Θα του καστεί πως είσαι λοβιασμένος ψύ’μ’, απάντησε η γιαγιά.
-Ε μωρ’ Παρασκευήηηη, ακούστηκε η φωνή της Θέκλης, μιας καλής γειτόνισσας που της άρεσε να καλαμπουρίζει και να σκαρώνει φάρσες στη γειτονιά. Εφέτος λέει ήρτε ένας δάσκαλος καινούργιος. Άγριος και θερίος. Κατρερεί ακούς τα παιδιά όξου απ’ το πορτόνι, κι έχει δεμένη εδεκεί στην αγραπ’διά νια γελάδα καφένια. Όποιο παιδί κουτήσει και πάει αχτέν’στο, το βαστάει μπροστά στη μ’σούδα τση και τη βάνει να του αγλείψει το κεφάλι στη μπάντα. Ο Βεσσαράκης του Σκαρμίδα που πήε μπονόρα, ήτανε ο πρώτος πό’ φαε τη βοϊδαγλειψά. Και να ιδείς πώς κολλάνε τα βλιασμένα τα μαλλιά… Χωρίστρα νια βολά… όχι αστεία…


Η γιαγιά δε χρειάστηκε πολύ για να μπει στο νόημα και χαλάρωσε τις προσπάθειές της να πείσει τον Παναή να καθίσει να τον χτενίσει:
-Χάει καμάρι μου κάνε στο σκολειό μ’ ανακατωμένο το κεφάλι και θα στο σάξει η γελάδα τ’ δασκάλου, είπε γελώντας κρυφά.
-Καλά, εντάξει. Θα κάτσω. Μόνο μη με πονέσεις με κειό το τσιγκρί που πας να με ξάνεις. Σιγά μη πάου να με μαυλίσει η γελάδα και να με γιομίσει σάλια, είπε έχοντας στο πρόσωπό του μια αηδία και μόνο με τη σκέψη αυτή.


Σε λίγη ώρα, το παιδί πήρε τη σάκα του και τράβηξε για το σχολείο χτενισμένος στην εντέλεια. Μέσα του ακόμα αντηχούσαν τα λόγια της θεια Θέκλης και ένοιωθε πολύ τυχερός που είχε τέτοια πληροφορία. Μάλιστα όσο φανταζόταν τους συμμαθητές του ότι θα έπεφταν θύματα της αγελάδας, τόσο τάχυνε το βήμα του για να προλάβει τη σκηνή. Δε μπορεί… Όλο και κάποιος θα ερχόταν αχτένιστος…
-Παναή καλημέρα, άκουσε να του φωνάζει από μακριά ο Σταμάτης, ο φίλος του. Καρτέρα με να πάμε αντάμα σκολειό!


Η ματιά του Παναή έπεσε κατευθείαν πάνω στο κεφάλι του συμμαθητή του και με χαρά διαπίστωσε πως ήταν αχτένιστο.
-Άσε και δεν επρόκαμα να χτενιστώ και να νιφτώ γιατί με πήρε ο ύπνος πρώτη μέρα. Η μάνα μου είναι στο χωράφι απ’ τα ποληώρα και κακόμαθα απ’ το καλοκαίρι. Νάθε μό΄κρενες νια χαψά να σκωθώ μπονόρα πού’ σαι γείτονας, είπε το παιδί.
-Δε μπόρεσα γιατί με τσάκωσε η βαβά μου να με ξαγκλίσει κι άργησε πολύ. Γλέπεις το ξύγκι τα’ αμ’δαλιάς επέτρωσε απάς το κεφάλι μου και δεν έβγαινε με τίποτα. Με σπίρτο γαλάζο μου το τριψε και τώρα κατελώνω Παναΐα βόηθα, απάντησε ο Παναής, μην έχοντας ακόμα αποφασίσει αν θα του αποκάλυπτε για το τι τον περίμενε αν τον έβλεπε έτσι ο δάσκαλος.
-Μωρέ Παναή όμως σο’ φκιασε καβαγιάδα λετσέκα. Σα και να σ’ άγλειψε γελάδα κομοίρη, πέταξε κοφτά ο Σταμάτης…


Αυτό του το πείραγμα τον έκανε να αποφασίσει χωρίς ενοχές:
-Τά θελες και τά παθες το λοιπόν, σκέφτηκε, πλάθοντας με το νου του την εικόνα μιας θεόρατης αγελάδας να σκεπάζει με τη χοντρή της γλώσσα ολόκληρο το κεφάλι του φίλου του και να το μουσκεύει με πηχτό σάλιο.
-Ωραία βοϊδαγλειψά Παναή, άκουσε τη φωνή της θεια Θέκλης που τους προσπέρασε γελώντας μ’ ένα αγγειό στο κεφάλι.


Τότε κατάλαβε… Η εκδίκησή του για το ειρωνικό σχόλιο του Σταμάτη θα έμενε στα σχέδια. Παρόλα αυτά, είχε μιαν αμυδρή ελπίδα μέχρι να φτάσει στο σχολείο μήπως κι ακούσει κανένα μουγκανητό. Αλλά πού; Την είχε πατήσει μεγαλοπρεπώς. Ήταν ο μόνος χτενισμένος ανάμεσα στους συμμαθητές του και ξεχώριζε σα τη μύγα μες το γάλα. Αφού έφτασαν στο σχολείο, μπήκαν στο προαύλιο και στοιχήθηκαν σε γραμμές όταν χτύπησε το κουδούνι. Περίμεναν όλοι να δουν τον καινούργιο δάσκαλο. Σε λίγη ώρα, μια όμορφη κυρία βγήκε απ’ την πόρτα και στάθηκε κορδωτή να τους καλημερίσει. Ένα σούσουρο απλώθηκε στην αυλή… Δεν ήταν δάσκαλος, αλλά δασκάλα και μάλιστα πολύ όμορφη.
-Καλημέρα σας παιδιά, ακούστηκε η φωνή της, ιδιαίτερα γλυκιά και δροσερή. Είμαι η νέα σας δασκάλα. Βλέπω τα χαρούμενά σας πρόσωπα αλλά θα ήθελα να είστε όλοι χτενισμένοι. Θα παρακαλούσα λοιπόν όσοι είστε αχτένιστοι, να περάσετε στην πίσω αυλή να σας περιποιηθεί η Λούσυ, η αγελάδα που μας έστειλε το Υπουργείο για να σας φτιάχνει καθημερινά τη χωρίστρα…
-Παναή, Παναή σήκω και θ’ αργήσεις στο σκολειό πρώτη μέρα! Ακούστηκε η φωνή της γιαγιά του, διακόπτοντάς του το όνειρο.  Σου ζέστανα και λίγο γάλα να πιείς μη πας θεονήστ’κο…
-Τι γάλα είναι ευτό; Ρώτησε έντρομο το παιδί, τρίβοντας τα μάτια του.
-Απ’ τη γίδα μας είναι. Πούθε να τανε; Στο νησί μας γλέπεις δεν έχουμε γελάδες, απάντησε η γιαγιά μην μπορώντας να φανταστεί τι χορδή ακούμπησε..
-Πάμε να με χτενίσεις να φύω! Πετάχτηκε ο εγγονός της σαν ελατήριο, επηρεασμένος ακόμα απ’ την ένταση του ονείρου.
-Μην είσαι θερμασμένο καμάρ’ μου; Α κειό κάθε πρωί επέρσι σε βάσταγα με το ζόρι. Κάτσε να φέρω το χτένι κάνε, είπε η γιαγιά μονολογώντας ένα ξόρκι…
-Μωρέ ας πάου γω χτενισμένος γιατί δε ξέρεις τι θα βρω πέρα φτου, μονολόγησε ο Παναής πίνοντας το γάλα του γεμάτος σκέψεις…


Σε λίγη ώρα ήταν έτοιμος, καθαρός και χτενισμένος.
-Καλή σας μέρα, ακούστηκε μια φωνή έξω απ’ την αυλή, που δεν ήταν άλλη απ’ τη θεια Θέκλη. Τελικώς δεν ήρτε δάσκαλος, αλλά δασκάλα, ανακοίνωσε με ενθουσιασμό, κάνοντας το παιδί να ανατριχιάσει.
-Μωρέ λες; Σκέφτηκε, κι έφυγε βιαστικός για το σχολείο…