Η αλεπού δέκα χρονών και τ’ αλεπουδάκι έντεκα
Μια μέρα η αλεπού βγήκε από τη φωλιά της και καθόταν στον ήλιο. Η φωλιά της ήταν κάτω από το βουνό. Φυσούσε κι ένας αέρας, κρύος χιόνι.
Ύστερα από λίγη ώρα ήρθαν και τ’ αλεπουδάκια της κι έκατσαν και κείνα κοντά της. Κάτσε, κάτσε, κόντευε το μεσημέρι κι η αλεπού δεν εκουνιόταν αποκεί.
Ένα αλεπουδάκι τής λέει:
– Τι κάνουμε τώρα εδώ, μάνα;
– Ζεσταινόμαστε, να σε χαρώ! του λέει.
– Και πού ’ναι η φωτιά, μάνα;
– Δεν τη βλέπεις; Νά την εκεί πάνω στ’ αντικρινό βουνό. Το αλεπουδάκι δεν είπε τίποτε. Ύστερα από λίγην ώρα έβαλε τις φωνές :