Μια μέρα η αλεπού βγήκε από τη φωλιά της και καθόταν στον ήλιο. Η φωλιά της ήταν κάτω από το βουνό. Φυσούσε κι ένας αέρας, κρύος χιόνι.
Ύστερα από λίγη ώρα ήρθαν και τ’ αλεπουδάκια της κι έκατσαν και κείνα κοντά της. Κάτσε, κάτσε, κόντευε το μεσημέρι κι η αλεπού δεν εκουνιόταν αποκεί.
Ένα αλεπουδάκι τής λέει:
– Τι κάνουμε τώρα εδώ, μάνα;
– Ζεσταινόμαστε, να σε χαρώ! του λέει.
– Και πού ’ναι η φωτιά, μάνα;
– Δεν τη βλέπεις; Νά την εκεί πάνω στ’ αντικρινό βουνό. Το αλεπουδάκι δεν είπε τίποτε. Ύστερα από λίγην ώρα έβαλε τις φωνές :
– Μάνα, μάνα! νερό, μάνα!
– Τι έπαθες, παιδάκι μου! Τι το θέλεις το νερό;
– Νερό, μάνα, νερό! κάηκα!
– Πόθεν κάηκες, παιδάκι μου;
– Από μια σπίθα. Πετάχτηκε από τη φωτιά που ανάβει εκεί πάνω που μου έδειξες κι έκαψε τ’ αυτί μου.
– Μπράβο, παιδί μου! του λέει η αλεπού. Τώρα κατάλαβα πως είσαι έξυπνο και μπορείς να ζήσεις μοναχό σου πια.
Καλά το λένε: «Η αλεπού δέκα χρονών και τ’ αλεπουδάκι έντεκα!»
(Λαϊκό παραμύθι)