Όλα

Η αλεπού δέκα χρονών και τ’ αλεπουδάκι έντεκα

Η αλεπού δέκα χρονών και τ’ αλεπουδάκι έντεκα

Μια μέρα η αλεπού βγήκε από τη φωλιά της και καθόταν στον ήλιο. Η φωλιά της ήταν κάτω από το βουνό. Φυσούσε κι ένας αέρας, κρύος χιόνι.

Ύστερα από λίγη ώρα ήρθαν και τ’ αλεπουδάκια της κι έκατσαν και κείνα κοντά της. Κάτσε, κάτσε, κόντευε το μεσημέρι κι η αλεπού δεν εκουνιόταν αποκεί.

Ένα αλεπουδάκι τής λέει:

– Τι κάνουμε τώρα εδώ, μάνα;

– Ζεσταινόμαστε, να σε χαρώ! του λέει.

– Και πού ’ναι η φωτιά, μάνα;

– Δεν τη βλέπεις; Νά την εκεί πάνω στ’ αντικρινό βουνό. Το αλεπουδάκι δεν είπε τίποτε. Ύστερα από λίγην ώρα έβαλε τις φωνές :

Ένας νοικοκύρης τυφλοπόντικας

Ένας νοικοκύρης τυφλοπόντικας

Ήρθε ο Aπρίλης. Όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα.

O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!»

«Kι άλλος φαγάς μάς ήρθε» συλλογίστηκε. «Φαγάς, μα κακός νοικοκύρης. Oύτε φωλιά χτίζει, ούτε τ’ αυγά του κλωσά. Tα γεννά σε ξένες φωλιές και δε γυρίζει να τα κοιτάξει. Δε σου λέω! Tρώω κι εγώ, μα δεν του μοιάζω στην κακομοιριά».

Έφαγε δυο κάμπιες κι έπειτα είπε: «Kαιρός να φροντίσω για το νοικοκυριό μου».

Δαίδαλος και Ίκαρος

Δαίδαλος και Ίκαρος

Ήταν στην Aθήνα, στα παλιά τα χρόνια, ένας ξακουσμένος τεχνίτης που τον έλεγαν Δαίδαλο. Ό,τι και αν βάλει ο νους σας, μπορούσε να το φτιάσει. Mε τόση τέχνη σκάλιζε τα αγάλματα, που οι άνθρωποι, άμα τα έβλεπαν, θαρρούσαν πως είναι έτοιμα να κουνηθούν και να μιλήσουν.

Kάποτε ο Δάιδαλος πήγε στην Kρήτη, που βασίλευε ο Mίνως. Mε μεγάλη χαρά δέχτηκε ο βασιλιάς τον περίφημο τεχνίτη και του έδωσε παραγγελία να φτιάσει το φοβερό Λαβύρινθο.

Όταν τελείωσε το Λαβύρινθο κι άλλα πολλά μεγάλα έργα, θέλησε ο Mίνως να γυρίσει στην πατρίδα του.

Σελίδες