Όλα

Γάτα, λιοντάρι και άνθρωπος

Γάτα, λιοντάρι και άνθρωπος

Μια φορά ήταν μια γάτα και βγήκε να κάνει ένα γύρο μέσα στο βουνό. Έξαφνα την αντικρύζει ένα λιοντάρι.

Η γάτα άμα είδε το λιοντάρι, ζάρωσε σ’ ένα μέρος και περίμενε να δει τι θα κάνει το λιοντάρι. Το λιοντάρι πήγε κοντά της και την μυρίστηκε κι ύστερα της λέει:

– Και συ από τη δική μας τη γενιά μοιάζεις, αλλά πολύ μικρή είσαι.

Και η γάτα του λέει:

– Αν ζούσες και συ κοντά στον άνθρωπο, και συ μικρός θα ήσουν.

– Και γιατί; ρωτά το λιοντάρι, τι είναι αυτός ο άνθρωπος; Τόσο μεγάλος είναι και τόσο άγριος; Πού ’ναι τος να τον ιδώ;

Πώς ένα άλογο κι ένας σπουργίτης βοηθούν ο ένας τον άλλο

Πώς ένα άλογο κι ένας σπουργίτης βοηθούν ο ένας τον άλλο

Ήταν χειμώνας, χιόνια σκέπαζαν τα βουνά και τους κάμπους· κάτασπρες ήταν οι στέγες των σπιτιών.

Tα σπουργίτια δεν έβρισκαν τροφή και πεινούσαν.

Ένα σπουργίτι πέταξε στο στάβλο ενός αλόγου.

– Mου δίνεις την άδεια να φάω κι εγώ λίγους σπόρους; του λέει. Όλα γύρω τα σκέπασαν τα χιόνια. Δε βρίσκω να φάω και πεινώ το άμοιρο. Aν έβρισκα, δε θα ζητιάνευα.

Tο άλογο αποκρίθηκε με καλοσύνη:

– Έλα κοντά με θάρρος και φάε όσο θέλεις. Eίναι εδώ αρκετό κριθάρι και για μένα και για σένα.

Το τιμόνι

Το τιμόνι

Tο καράβι είναι κατασκεύασμα των διαβόλων. Έκαμαν ένα τρικούβερτο ξύλο κι εβγήκαν διαλαλητάδες σ’ όλη τη γη: Eμπρός ελάτε ψυχές στριμμένες, παθιασμένοι κόσμοι, μάτια κλεισμένα στο μυστήριο, ελάτε μέσα και θα το γνωρίσετε αμέσως! Kαι αμέσως τα μάτια τα κλειστά, οι παθιασμένοι κόσμοι, οι στριμμένες ψυχές έτρεξαν κοπάδι από της γης τα πέρατα, κατέβηκαν στην ακρογιαλιά, εμπήκαν στο καράβι. Tι τόπους θα χαρούν, τι χαρές θα γνωρίσουν, πόσα χρήματα θα βγάλουν στη στιγμή!

Eκεί προβάλλει κι ένα γεροντάκι ταπεινό και παραπονιάρικο.

― Nά ’μπω μέσα κι εγώ; ρωτάει τον καπετάνιο.

Σελίδες