Η Παναγιώτα σηκώθηκε νωρίς και άναψε τη φωτιά να ζεστάνει το σπίτι μιας κι ο Δεκέμβρης είχε μπει φουριόζος. Ξύπνησε το γιό της τον Θοδωρή, και τον συμβούλεψε να ντυθεί καλά. Είχαν κανονίσει να πάνε στο λιτρουβειό να δούνε πώς πήγαινε η σοδειά τους, αν «ελάδισε» φέτος, μιας και πέρυσι το αποτέλεσμα ήταν αποκαρδιωτικό για όλο το χωριό. Ο Θοδωρής βέβαια δεν πολυνοιαζόταν γι’ αυτό, αλλά ανυπομονούσε να βρεθεί εκεί και να δει από κοντά τα μηχανήματα και τη διαδικασία, αλλά και να κεραστεί από τους λιτρουβιαραίους με τα καλούδια που μάζευαν από τους νοικοκυραίους του χωριού.
Σε λίγα λεπτά, μπήκαν στο «εργοστάσιο» όπως το έλεγαν στο χωριό, μιας και μέχρι τότε τα λιτρουβειά ήταν πρωτόγονα, χωρίς εξοπλισμό: Ένας γάιδαρος, ζεμένος και καταδικασμένος να γυρίζει ένα μονό λιτρουβειολίθαρο απ’ το χάραμα ως το βράδυ, μπορούσε να αλέσει και να στύψει καθημερινά το ένα εκατοστό της παραγωγής του «εργοστασίου». Το μισό λάδι πήγαινε χαμένο γιατί το στύψιμο ήτανε λειψό, μιας και οι εργάτες δεν είχαν τη δυνατότητα να πιέσουνε αποτελεσματικά τον αλεσμένο πολτό της ελιάς, το «ζυμάρι» όπως το έλεγαν, τον οποίο έβαζαν μέσα σε τσουβάλια και τον πίεζαν «βιδώνοντας» με τα χέρια μια κάθετη σιδερένια πλάκα σαν πρέσα. Έτσι, όταν στις αρχές του ’50 οι πιο «ανήσυχοι» του χωριού, μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να φτιάξουν ένα εργοστάσιο συνεταιριστικό, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε. Στο χωριό μέχρι τότε λειτουργούσαν πολλά λιτρουβειά, μιας και οι ελιές ήταν χιλιάδες, αλλά ο κόπος όλων όσων ασχολούνταν με την παραγωγή του λαδιού ήταν δυσανάλογος με το αποτέλεσμα. Μικρή παραγωγή και πολύ λάδι χαμένο. Το νέο εργοστάσιο λοιπόν, ήταν μεγάλη καινοτομία για τα χρόνια εκείνα. Διπλό λιθάρι και μάλιστα μηχανοκινούμενο. Ούτε γάιδαρος ούτε μουλάρι. Τα παιδιά ανυπομονούσαν να το επισκεφτούν για να δούνε όλα εκείνα τα μηχανήματα που δούλευαν αρμονικά μεταξύ τους, μέχρι να τρέξει ο χρυσός χείμαρρος το λαδιού απ’ τον διαχωριστήρα στα τσίγκινα δοχεία και να μοιραστεί στους ιδιοκτήτες του, που καρτερούσαν με αγωνία πάνω απ’ το γέμισμα για να δούνε τον κόπο τους.
-Καλημέρα μπάρμπα Τάσο, είπε δυνατά η Παναγιώτα για να ακουστεί μέσα απ’ το θόρυβο της μηχανής. Ήρταμε να δούμε τη στιψά μας.
-Καλώς ήρτατε! Φώναξε ο μπάρμπα Τάσος ο Νατσέλιας, από τους πρωτεργάτες του συνεταιρισμού, έχοντας κολλημένο μονίμως ένα τσιγάρο στο στόμα του με τη στάχτη να κρέμεται και να μην πέφτει, κι ένα καλαμπούρι ανά πάσα στιγμή έτοιμο για την κάθε περίσταση.
-Έλα δω Θοδωρή, να σε τρατάρ’με. Ήφερε η θειά σου η Βάνθω λαδόπ’τα εποληώρα, ακούστηκε η μπάσα φωνή του μπάρμπα Πέτρου του Δημόκα, επίσης στυλοβάτη του συνεταιρισμού και ανθρώπου γενναιόδωρου.
-Τι λαδοπ’τολογάς μωρέ Πέτρο; Δώσ’ του παιδιού να φάει έναν αγκαθό ψωμί ζεστόνε με λόμπα να τονε παπαρώσει με λάδι. Έχει και νια σφήνα χλωροτύρι στ’ αρμάρι πο’ φερε ο Ψάθας, πετάχτηκε ο μπάρμπα Αποστόλης ο Τσολιμής, ο τρίτος της πενταμελούς ομάδας που κουμαντάριζαν το εργοστάσιο, άνθρωπος ευέξαπτος αλλά δίκαιος και πλακατζής.
-Καλώς την Παναγιώτα, την καλωσόρισε ο τέταρτος της παρέας ο καπετάν Πάκης ο Τρύφος, ήρεμος και λογικός άνθρωπος, με αποφασιστικό ρόλο στην όλη διαδικασία.
-Φαίνεται πως καλά επήανε τα πράματα. Εγιόμοσε η βαρέλα και πάμε και για δεύτερη, της ανήγγειλε με ικανοποίηση, ξέροντας τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Προφανώς οι «συνέταιροι» είχαν ενισχύσει τη λαδιά της δεόντως… Ο άντρας της βλέπετε είχε χαθεί στη θάλασσα και μεγάλωνε μόνη της το μονάκριβο παιδί της, το Θοδωρή με τη βοήθεια της πεθεράς της.
-Εκοκολόϊσε ούλο το Δ’χάλι η έρμη η γριά. Πάλε καλά δε λες μπάρμπα; Να χουμε λάδι κάνε εφέτος και θα τα πορέψ’με.
-Χάιντε τώρα στο Λαμπράκη να στο ξαγιάσει και να στο παραδώκει, είπε ο Πέτρος, κλείνοντας το μάτι στους άλλους με νόημα, μιας και είχαν συνεννοηθεί να μην «φορολογήσουν» τη φτωχή γυναίκα. Ελαδίσανε καλά, έξι λίτρες παρά καρτεζίνι.
-Έτοιμη κι από μένα, είπε ο Λάμπρος, ο πέμπτος της παρέας, ο διαχειριστής του συνεταιρισμού που φρόντιζε να πάει αξημέρωτα να ανάψει το καμίνι και να «ξαγιάζει» το λάδι, δηλαδή να υπολογίζει το «ξάι», όπως λεγόταν η παρακράτηση του λαδιού σαν αμοιβή για την παραγωγή. Το λάδι σου είναι έτοιμο για να φορτωθεί στο τρίκυκλο του Πανέρη γιατί του Νιάγκα εχάλασε. Θα στο φέρει το απόγιομα.
-Εβαστήξατε δα το μερτικό σας; Ρώτησε εκείνη με αξιοπρέπεια.
-Ούλα λετσέκα, απάντησε ο Νατσέλιας. Τι ναι ο πάουρας τι, ν το ζ’μί του. Πάρε και νια τσάντα σβεντίνες για προσάναμμα, έχ’ με πολλές εφέτος.
-Σας υπέρευχαρ’στώ, είπε η Παναγιώτα και φώναξε τον κανακάρη της να φύγουνε.
-Προχώρα συ μάνα και θα να΄ρτω. Κοίτα μόνο μη πατήσεις το λιόσμο απ’ όξου γιατί πάει τσούρος στο λαγκάδι, είπε το παιδί, πηγαίνοντας προς την αλεστική μηχανή να δει την ώρα που ο Πάκης θα άνοιγε τη μπούκα και ο πολτός θα έπεφτε στο λινό.
Του άρεσε να βλέπει τον μεγάλο έλικα στον πάτο του λινού να αναδεύει το ζυμάρι της αλεσμένης ελιάς και μετά το στρώσιμο του πολτού στα τσόλια και το «μπελόνιασμά» τους στα καρότσια. Κάθε δέκα τσόλια, έβαζαν κι ένα μεταλλικό δίσκο, ώστε να ασκείται πίεση περισσότερη. Μόλις γέμιζε το καρότσι μέχρι πάνω, δυο άτομα το τραβούσαν μέχρι το πιεστήριο και εκεί το «κάθιζαν» στον υδραυλικό άξονα που πίεζε με μεγάλη δύναμη τα τσόλια, στίβοντάς τα και βγάζοντας το ζουμί της ελιάς. Ύστερα, με ένα μεγάλο λούκι, οδηγούσαν το υγρό στον διαχωριστήρα, ένα μεγάλο δοχείο με φίλτρα, που χώριζε το ζουμί θερμαίνοντάς το με ζεστό νερό. Το δοχείο αυτό, είχε δυο εξόδους: Από τη μια έφευγε το λιόζουμο, ο λιόσμος όπως τον έλεγαν, ένα μαύρο άχρηστο υγρό, κι από την άλλη έρρεε το ζεστό λάδι στα δοχεία, που μύριζε υπέροχα κι έμοιαζε σα μέλι ανακατεμένο με χρυσάφι.
-Άμα κλείσει το σκολειό για τα Χριστούγεννα θα’ ρχομαι κάθε μέρα μπάρμπα Τάσο, δήλωσε το παιδί.
-Να’ ρχεσαι Θοδωρή, είπε αυτός. Θα’ χουμε απ’ ούλα τα καλά.
-Αν μας κάνεις και τα θελήματα θα σου βγάλουμε και μεροκάματο, είπε ο Αποστόλης.
-Θα βαστάς τη πύργια στα μπετόνια και θα μετράς τσι λάτες πριν φορτωθούνε στα τρίκυκλα, είπε επίσης ο Λαμπράκης.
-Σύνφωνοι, απάντησε εκείνος. Πάου τώρα να φύω γιατί έχω να στήσω τσι πλάκες μου στον Αη Κωνσταντίνο για να τσακώσω καλογιαννάδες κι ατσάραντους. Άμα πιάσω και κανιά κίχλα θα τηνε φέρω δω να τη ψήσ’με στη χόβολη απ’ το καμίνι.
-Μονάχα πλάκες στένεις ή βάνεις και κάνα αγκίστρι; Ρώτησε ο μπάρμπα Τάσος.
-Σα βρω σκλομανταρίδα καλή, βάνω, απάντησε το παιδί. Το λοιπόν φχαρ’στώ για τον αγκαθό. Θα ματάρτω, είπε και έφυγε χαρούμενο.
-Λεβεντόπαιδο σα το πατέρα του, είπε ο Λαμπράκης, κάνοντας όλους να συμφωνήσουν.
-Κι η μάνα του όμως δε πάει πίσω, άντρας και γυναίκα εστάθ’κε στο κονάκι, είπε ο Νατσέλιας.
-Θα νετάρ’τε κανιά βολά το παρλάτο, ή θα ριπ’στεί το ζ’μάρι απ’ όξου απ’ το λινό; Φώναξε ο μπαρμπα Πέτρος, καλώντας τον Πάκη να βιαστεί να γεμίσει τα τσόλια.
-Πάουρας στραβά πατεί, ποια να’ ναι η προκοπή του… Είπε σκωπτικά ο μπάρμπα Τσολιμής και έτρεξε να βοηθήσει ρίχνοντας τα σχετικά καντήλια, έτσι για να πάει καλά η μέρα...