ΤΣΗ ΒΑΒΑΣ ΟΙ ΓΚΥΛΟΤΕΣ

ΤΣΗ ΒΑΒΑΣ ΟΙ ΓΚΥΛΟΤΕΣ

-Άντερο αμπατάριστο τη νοστιμιά βαστάει, είπε η Ακρίβω απαντώντας στις πιέσεις της μάνας της να πλύνει σχολαστικά τα άντερα απ’ το αρνί για να φτιάξει το κοκορέτσι.
-Σιγά μωρή μη φάμε το σκατό επνουμής εσύ βαριέσαι! Την κατακεραύνωσε η Ζωίτσα, η μάνα της που δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει εκπτώσεις στην καθαριότητα του κοκορετσιού.  Θα νάρτει κόσμος αύριο να φκηθεί για το πανηγύρι του αδερφού σου κι εσύ θέλεις να μας πιάσει στο στόμα του και να μας πει ανεπρόκοπες και κατελωμένες; Άσε που μπορεί να’ ναι και ο Νικολός ο Βρακατσάνος και να χάσει πάσα ιδέα…
Στο άκουσμα του πιθανού ερχομού του παλικαριού, η Ακρίβω πείστηκε και έπαψε να αντιμιλά στη μάνα της. Ήταν βλέπετε ο κρυφός της πόθος και πάσχιζε να τον τυλίξει με κάθε τρόπο. Τι θα’ λεγε λοιπόν αυτός αν κάτι δε του άρεσε απ’ το φαγητό;


-Καλά καλά, θα τα μπατάρω ούλα και θα τα περάσω με ξίδι. Και μετά θα πιάσω να ξύσω τσι πατσές με κεραμίδι για να μην είναι τραχιές σα μεντανία, είπε με τελείως άλλο ύφος.
-Σα νετάρεις το μπατάρ’σμα κρίνε μου να βάλω αρχή να μπελονιάζω τα σκωτοπλέμονα κι απέ τα τυλιώ, είπε η Ζωίτσα κι έπιασε να ασπρίσει την αυλή με ασβέστη.
-Καλημέρα κοπέλες! Ακούστηκε μια φωνή και η κυρά Γιωργούλα φάνηκε με το χέρι στη μέση σα λαΐνα να κοντοστέκεται στη λιθιά απέξω, για να χαιρετήσει, φορτωμένη με ένα δοχείο γεμάτο νερό στο κεφάλι.
-Καλώς τηνε. Κόπιασε μέσα και ξεφορτώσου τη λάτα απ’ το κεφάλι σου και δε θα σ’ μείνει αρζβούντ΄λας. Εκόπ’κε η σφαή σου. Εψές εγκάρ’ζες απ’ το στελίτη.
-Έχω μαλακιά ποδολόα μαθές και δε με σπλομανάει σήμερα. Αλλά ήρτε κι η Αργύρω με το καντήλι και το μαχαίρι και μ’ τον έκοψε το στελίτη σαν έκατσε το φεγγάρι.
-Και με τι τρόπο το’ καμε ευτό; Πετάχτηκε η Ακρίβω.
-Ξέρει μάγια η θεια Αργύρω.  Μ’ χάλεψε να τσ’ φέρω κάτι πράματα και τα καψε στο καντήλι ενώ μελέταε κάτι ξόρκια.
-Σα τι πράματα; Ρώτησε αχόρταγα η μικρή.

-Δυο ανύχια κομμένα απ’ το ποδάρ’ μου, νια τούφα μαλλί, ένα σκόρδο και νια χαψά ύφασμα μπαμπακερό απ’ τη γκυλότα τση βαβάς μου, απάντησε εκείνη.
-Γουου! Άκου κ’βέντες π’ λέει …. Γέλασε η Ακρίβω κρύβοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της.
-Α κειό θα κατέλωσε η κάμαρη σα τα’ καψες ούλα ’φτα… Παρατήρησε η Ζωίτσα. Και δε μ’ λες για να΄χ’με το καλό το ρώτ’μα, φορεί γκυλότα η βαβά σου; Και πού την ήβρε;  
-Εφτό ήβρηκες να ρωτήσεις; Την έκοψε το κορίτσι.
-Ναι γιατί; Η δική σου η βαβά δεν επόταξε ποτέ τση.
-Μ’ τά χεις πει ευτά τα αναουλιάσματα π’ κατράανε ορτές και μπρουτσαφλάγανε τα ποδάρια τσου.  Τα κότολα εκατελώνανε σπίρτο κι αμμωνία κι αηδίες και ξεράσματα, συμπλήρωσε αηδιασμένη η μικρή.
-Τσωπάτε μωρ κοπέλες και δεν ορίζω τ’ σφαή μου, είπε η κυρά Γιωργούλα και κίνησε να φύγει. Ήτανε παλιά πράματα ’φτα.
-Στάκα δα να σ’ κρίνω, την κράτησε η κοπέλα. Η Αργύρω δέχεται να’ ρτει και δω στο κονάκι να κάμει μάγια; Να τηνε πλερώσ’με, είπε η Ακρίβω.
-Τι τηνε θέλεις να’ ρτει; Για να τση πω ρωτάου, όχι πως με γνοιάζει.
-Να έτσι, για να μου μαντέξει ποιόνε θα πάρω.
-Σα πολύ δε βιάζεσαι; Την έκοψε η μάνα της δαγκώνοντας τον διπλωμένο δείκτη απ’ το δεξί της χέρι αντίστροφα, κάνοντας αυστηρά νοήματα μην τυχόν και ξεστομίσει το όνομα του Νικολού του Βρακατσάνου. Άσε τη γυναίκα να προχωρήσει και κουρβ’λιάστ’κε.

-Γειά σας και χαρά σας το λοιπόνου, και να χαίροσάστε το παιδί σας αύριο οπόχει το πανηγυράκι του, ευχήθηκε η γυναίκα και προχώρησε …
-Μωρή κοπέλα κλωνί μυαλό δεν έχεις; Ίσα που σε πρόκαμα να μη κρίνεις. Ήθελ’ α γίν’με βούκινο στο χωριό. Η Γιωργούλα θα’ παιρνε τη καμπάνα σα τση μολόγαες όνομα. Δε την είδες που ψιμογέλαε; Κάτσε να μπελονιάσω το κοκορέτσι και μας επίνιξε η μύγα. Θα ρτουνε κι οι σερσέλοι σε μομέντο. Πάρε το σκούβλο να το πας στο κατώι…
-Μη βάλεις νια οκά αλάτι και το ματακάμεις λύσα όπως τη Λαμπρή. Κι η ρίγανη η πολλή γένεται δροπίκι σα ψηστεί, συμπλήρωσε την παρατήρηση η κοπέλα αποχωρώντας.
-Εσκωθήκανε τα ποδάρια να βαρέσ’νε το κεφάλι, είπε η μάνα καθώς έπαιρνε τη λεκάνη με τη σκωταριά για να μπει μέσα και να αρχίσει το μπελόνιασμα.
-Λένη, ε μωρ Λένη, έλα δω να κάμεις απάνου το σαγιαδόρο και δεν έχω χέρι ελεύτερο, φώναξε η Ζωίτσα την άλλη της κόρη που καταπιανόταν με δουλειές του σπιτιού.
-Τώρα, έρχομαι, απάντησε εκείνη, αφήνοντας για λίγο το συγύρισμα.
-Τού΄φερε το τερί ο βλοημένος ο Γκιοβάνης; Άκ’σα πέταλα αποληώρα αλλά δεν άδειασα να βγω. Ρώτησε η μάνα την κόρη της.
-Χα, τού’ φερε. Είναι ξερό κι αρούκανο σα κουντρί κι απάνου βόσκει σπρούχνη το π’θούλι.
-Ανάλατο το’ χει δα;


- Τι ανάλατο που δικίμασα και τσέρνιασε ο στόμας μου; Ένα μαστραπά νερό έπια να συνέρτω.  
-Δεν ειν’ τίποτα καημένε, κάμτο έτσι με το χέρ’ σου και βάλτο στ’ κλούβα.
-Δε τη σώνω απάνω εκεί πού’ ναι κρεμασμένη.
- Δεν ήξερα να τη βάλω απάς το πάγκο να τη βρει ο αδερφός σου ο μονάντερος.
-Κάμε πέρα κάνε, να πάρω το σούδαβλο να τη σώσω.
-Στάσου να σ΄ δώκω το μπαστούνι τση βαβάς σου που’ ναι ξοματοχινό.
-Τι έλεγε η αδερφή μου όξου στη θεια Γιωργούλα για μάγια;
-Να κάμεις ρόκα σου εσύ και μην ανακατώνεσαι.
-Ξέρω τι θέλει. Να μάθει για το Νικολό. Αλλά ευτός αγαπάει εμένα. Γι’ αυτήνο θα’ ρτει αύριο. Με τράζει σα δεκότο.
- Τι είπες μωρή; Εσύ είσαι μικρότερη απ’ την Ακρίβω. Κάτσε στ’ν αράδα σου και τσώπα, μη σε συγκλαρίσω. Σύρε μέσα τώρα και σκάσε μη μου κάμεις φαρμάκια με την τσατσά σου κι η φωνή τση είναι σα τση κουρνάκλας.
-Όχι.
-Οχιές και μολ’μερίδες που θα μ’ πεις όχι. Μας εβήκες ακέριο κοψίδι και συ.
-Από αναπιεντισά γλέπω κάνεις τη πρώτη Λενιώ, ακούστηκε απ’ το βάθος η φωνή της γιαγιάς. Δε ντρέπεσαι να αντιγάρεις έτσι τη μάνα σου; Και με την αδερφή σου δε σας πρώνει ένας ήλιος. Τι έχ’τε να μεράσ’τε;

-Μπρε βαβά, τι πετάεσαι συ; Εγώ τα κάνω ούλα τα στραβά καρβέλια;
-Είσαι αντιγαρόξυλο σα τη θειά σου τη Παναγιώτα. Ξινό κοψίδι κι εκείνη. Μας επίνιξε για το Παναγιώταρο και εν τέλει σα τονε πήρε έκαμε αμάν και πώς να γλιτώσει από δαύτονε.
-Ο Νικολός είναι πολύ μαλακός όπως το κουρφούγκι μπρε βαβά. Και μού’ πε πως θα με πάρει.
-Ούτε δεκάξι δεν είσαι ακόμα και θέλεις παντρολοήματα;
-Εσύ πόσο ήσ’να που πήρες το παππούλη;
-Άλλα τα χρόνια κείνα…
-Μπα; Άλλα και ξάλλα ούλο στα πρινάρια εκυλιόσαστούνε…
-Τσίτου! Φέα δώθε διάολε και δε ξέρεις τι τσαμπ’νάς!
-Μωρέ ξέρω γω τι λέου, όλο ξελόγγωμα και μετά μετάνοιες και μακριούς σταυρούς…
-Σύρε να φύεις μη σου φεστάρω ντάνφαρο και μ’ έπιασε τρεματούρα!
-Καλά, πάου, είπε γελώντας η μικρή και έφυγε χοροπηδώντας αφήνοντας τη γιαγιά συγχυσμένη να μονολογεί: Σα τσ’ έδ’να μία με τη ρόκα θα ’βλεπε… Αλλά ας έχει χάρη πο’ χει τ’ όνομά μου…
-Ε μωρ’ βαβά, να σε ρωτήσω κάτι; Άκουσε την Αργύρω που μόλις είχε μπει ανασκουμπωμένη απ’ το μπατάρισμα.
-Ρώτα με, απάντησε ξαφνιασμένη, μην ξέροντας τι είχε ακούσει από την προηγούμενη συζήτησή της με τη Λένη.
-Φορείς γκυλότα;
-Εμουρλαθήκατε ούλοι σήμερα παιδάκι μου; Τι πράματα είναι ευτά που με ρωτάς;
- Λέγε.

-Φορώ. Και σπαλέτα, και μεσοφόρι και κότολο και γκυλότα. Μπας και θα με προξενέψεις;
-Πού ξέρεις κανιά βολά τι γένεται; Ήξερα πως οι γριές δε φορήγατε απκάτου τίποτα. Και πού την ήβρες;
-Έχω δυο! Απάντησε η γριά με καμάρι. Τσ’ έραψα επρόπερσι το Πάσκα με πανί που μού’ φερε η θειά σου απ’ το Μπακόλα.
-Εκειό το λουλουδάτο που’ φερε  για μεσάλι και μπόλιες;
-Επερίσσεψε κάμποσο. Να τ’ άφ’να να πάει χαμένο;
-Μεσάλι και γκυλότες ασορτί; Γέλασε η κοπέλα.
- Φέεις εδώθε τώρα μη σε πιάσω με τη ρόκα;
-Καλά καλά, φεύγω, απάντησε εκείνη χαρούμενη που θα έβρισκε ύφασμα για τα μάγια.
-Και πού’ σαι; Μη κουτήσεις και μου τσι κόψεις σ’ έσφαξα. Ή μη λες πως δεν άκ’σα τι λέγατε με τη Γιωργούλα για την Αργύρω; Που σε γελάει η κάθε λούτα και δε θα αφήκεις τίποτα άκαφτο.
Εκεί που είχε χαρεί η Ακριβούλα, έμεινε κόκαλο απ’ το σχόλιο της γιαγιά της.
-Χίλι χρονώνε και τ’ αυτί τση και πιάνει τόσο αλάργα, μονολόγησε.
-Και δε μου λες βαβά, εσύ αυτά δε τα πιστεύεις; Κοντοστάθηκε κλονισμένη.
-Αυτά που κάνει η Αργύρω είναι αναούλες και ξεράσματα. Άμα θέλεις μάγια θα στα ρίξω γω που τα ξέρω καλύτερα…
-Σοβαρώς το λες; Είχαμε μες στο σπίτι μας το κελεπούρι και χαλεύαμε αλλού; Και πότα θα μου τα πεις; Είπε ανυπόμονα εκείνη .

-Σήμερα μόλις νυχτώσει, θα’ ρτεις στ’ αχούρι αγάλια αγάλια μη σε πάρει χαμπέρι η μάνα σου και η Λένη. Κι άσ’ τη γκυλότα μου στο κωμό απείραχτη. Μόνο φέρε τη λάνπα του πετρελαίου και πρόσεξε μη σπάσεις το λανπογυάλι. Α, και σπίρτα. Τ’ άλλα θα τά’ χω γω.
Πραγματικά, μόλις έπεσε το σκοτάδι, η Ακριβούλα γλίστρησε σαν ίσκιος προς το αχούρι. Η γιαγιά Λένη ήταν ήδη εκεί, φορώντας στο κεφάλι της ένα άσπρο μαντήλι και καθισμένη σοβαρή πάνω σ’ ένα σαμάρι. Σαν έκανε να της μιλήσει, εκείνη την αντίκοψε με το χέρι της και της έδειξε ένα σκοροφαγωμένο σκαμνί για να κάτσει δίπλα της. Πήρε τη λάμπα, την άναψε με προσοχή και τη σήκωσε ψηλά κάνοντας κυκλικές κινήσεις ψιθυρίζοντας κάποια λόγια ακαταλαβίστικα. Με το άλλο της χέρι, έπιασε το χέρι της εγγονής της.
-Μήπως το παιδί που σκέφτεσαι το λένε Νικολό; Είπε αγέρωχη.
-Ναι, ναι είπε με τρεμουλιαστή φωνή η Ακριβή, εντυπωσιασμένη. Νικολό τονε λένε.
-Μην είναι εκειό του Σαρανταπήχη;
-Ναι βαβά. Ευτό είναι.

-Ξελέστατο και λούτο. Τι τού’ βρες; Εσύ θα’ χεις τύχη καλύτερη από δαύτονε. Άσε που βλέπω δω πως αγαπάει άλλη, είπε η γριά κοιτάζοντας κάτι γάνες στο λανπογυάλι.
-Δηλαδή;
- Δε χωρίζω καλά αλλά τονε βλέπω μαραγκιασμένονε με τρύπιο κοντοβράκι που πά να πει πως ανεπρόκοπος θα μείνει και θα ζγουμπιάνει γλήγορα. Αλησμόνα τόνε και θα σου βρω γω άλλονε.
-Αλήθεια λες μωρ βαβά; Ποιόνε;
-Α, μη βιάζεσαι. Θα βρούμε το γκαλύτερο. Το Νικολό νια βολά να τον αλησμονήσεις.
-Τον αλησμονημένονε; Είπε ανακουφισμένη η κοπέλα.
-Ο Θεός να με σχωρέσει, αλλά εγλίτωσα το τσακωμό, μα και τσι γκυλότες μου, σκέφτηκε η γιαγιά αγκαλιάζοντας την Ακριβούλα με στοργή κι αγάπη…