Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΤΑΙ

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΤΑΙ

-Καλημέρα Φούλα, για πού το’ βαλες μπονόρα μπονόρα και ντύθ’κες με τα καλά σου; Βλέπω σπαλέτα ξεματοχινή και τσίπα από μετάξι, είπε η Αγγέλω στη γειτόνισσά της, που μόλις είχε προβάλει απ’ το πορτόνι του σπιτιού της βγαίνοντας στον κεντρικό πλακόστρωτο δρόμο του χωριού.

-Καλημέρα και τ’ λό’ου σου. Πάου στο γιατρό το καινούργιονε. Άκ’σα πως είναι νιός κι όμορφος και κίνησα να τονε ιδώ να μου δώκει νια ρετσέτα για τη σφαή μου που κουρβ’λιάστ’κε, απάντησε η Αγγέλω, μια «μεγαλοκοπέλα» για τα δεδομένα της εποχής που είχε αγχωθεί ιδιαίτερα γιατί ο καιρός περνούσε και κινδύνευε «να μείνει στο ράφι».

-Και τι έχει να κάμει πού’ ναι νιός κι όμορφος με τη σφαή σου; Οι άσκ’μοι οι γιατροί δε νογάνε να τράζ’νε σφαές δα; Είπε σκωπτικά εκείνη.

-Εγώ βιάζομαι και συ έχεις όρεξη για παρλάτα, την αντίκοψε η Αγγέλω και κομπιάζοντας το μαντίλι της άνοιξε το βήμα της και χάθηκε στη γωνία του δρόμου.

-Μα βέβαια, έχεις τη π’νιάτα με το τραΐ στη φωτιά και γνοιάζεσαι να το ξαφριάσεις μη κόψει η αφρή, την ειρωνεύτηκε η Φούλα μπαίνοντας στο σπίτι της για να ντυθεί. Η είδηση που μόλις έμαθε ήταν άκρως δελεαστική για κουτσομπολιό και η γειτονιά έπρεπε να πληροφορηθεί τα καθέκαστα.  Το μαντάτο απλώθηκε με την ταχύτητα του φωτός, αναταράζοντας για τα καλά τα λιμνάζοντα ύδατα της παρατεταμένης «ειδησεογραφικής ανομβρίας» του χωριού…

Σε λίγη ώρα έξω απ’ την πόρτα του γιατρού, είχε σχηματιστεί ουρά. Άλλες από περιέργεια, άλλες από υποχονδρία και μερικές από πραγματική ανάγκη, είχαν καθίσει στα πεζούλια και περίμεναν τη σειρά τους.

Ο αγροτικός γιατρός, είχε έρθει πριν δυο μέρες απ’ τη «χώρα» και είχε νοικιάσει ένα παλιό δίπατο σπίτι στην άκρη του χωριού, στον δεύτερο όροφο του οποίου θα έμενε, ενώ στον πρώτο θα δεχόταν τους ασθενείς του. Η σπιτονοικοκυρά, η θειά Λένη, είχε προσφερθεί να αναλάβει το ρόλο της «γραμματείας», μιας και τηρούσε τη σειρά προτεραιότητας, αλλά και βοηθούσε τον νοικάρη της στις επικουρικές εργασίες.

-Κυρία Ελένη μου, να περάσει ο πρώτος ασθενής, είπε ο γιατρός ακριβώς στις εννιά.

Η θειά Λένη, που είχε ψηλώσει ως το ταβάνι εξαιτίας της μεγαλόφωνης προσφώνησης που ακούστηκε μέχρι την αυλή, πέρασε το κατώφλι καλώντας την πρώτη χωριανή της που είχε προλάβει να πιάσει σειρά στο πεζούλι:  

-Η κυρία Μπουρδούκω να περάσει παρακαλώ, είπε με πρωτόγνωρη ευγένεια και φλέγμα, ακολουθώντας τη …συνταγή του γιατρού. Μα η προσπάθειά της αυτή, αντί να γίνει αποδεκτή με θετικό τρόπο, προκάλεσε τη θυμηδία και τις ειρωνείες των συγκεντρωμένων που δε την είχαν συνηθίσει να προβαίνει σε τέτοιες αβρότητες. Μετανοιωμένη και ντροπιασμένη, κοντοστάθηκε στην είσοδο και άλλαξε τακτική άρδην:

-Τσακίσου μωρή μέσα απ’ το καταπόρι και μας χασομεράς! Εμεσημεριάσαμε να σε καρτερούμε, τσίριξε βρίσκοντας τον παλιό καλό εαυτό της…

Η επονομαζόμενη Μπουρδούκω, μια στρουμπουλή καλοκάγαθη γυναίκα γύρω στα σαράντα, μετά την βίαιη προτροπή της θεια Λένης, τινάχτηκε απ’ το πεζούλι και μπήκε δειλά δειλά στο ιατρείο. Στο χέρι της κρατούσε ένα σακούλι, το περιεχόμενο του οποίου κουνιόταν περίεργα και μια υπόκωφη κραυγή έβγαινε από μέσα. Ο γιατρός, βλέποντάς την διστακτική, την ενθάρρυνε να μπει και να καθίσει, έχοντας παράλληλα την απορία για το τι συνέβαινε με το ταγάρι της. Εκείνη, αποδεχόμενη την πρόσκληση, άφησε ασυναίσθητα κάτω το σακούλι και κάθισε σε μια καρέκλα που βρήκε μπροστά της με φανερή αμηχανία. Ξαφνικά, ο πάγος έσπασε καθώς μια άσπρη κότα πετάχτηκε απ’ το ταγάρι και φτερούγισε πάνω στο γιατρό… Εκείνος παραπατώντας έπεσε στο εξεταστικό κρεβάτι φωνάζοντας τρομαγμένος βοήθεια. Τη λύση έδωσε το στιβαρό χέρι της θεια Λένης που αρπάζοντας το πουλί απ’ το λαιμό, το ακινητοποίησε με φανερή άνεση και εμπειρία.

-Τι μας την ήφερες εδώ άσφαχτη κι αμάθηστη; Θα σο’ πεφτε ο κώλος που’ ναι σα λιτρουβειολίθαρο; Είπε κυνικά, δίνοντας τέλος στο συμβάν, αποχωρώντας με την κότα προς την κουζίνα για τα περαιτέρω…

Ο γιατρός, προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του, τινάζοντας από πάνω του τα πούπουλα, κάθισε στο τραπέζι που χρησιμοποιούσε ως γραφείο και άρχισε την εξέταση, ξεκινώντας με τη λήψη του απαραίτητου ιστορικού:

-Πώς ονομάζεστε παρακαλώ;

-Διονυσία Πανωπόδη.

-Μα εδώ το χαρτί της θεια Λένης γράφει «Μπουρδούκω».

-Παράγκωμα είναι γιατρέ μου γιατί ’μια νια χαψά πιανούμενη και παραπανίσα.

-Παράγκωμα; Πιανούμενη; Παραπανίσα; Τι σημαίνουν αυτά;

-Να, πώς να σας το κάμω λιανά, παράγκωμα λέμε το παρατσούκλι… Όσο για τ’ άλλα  γλέπεις είμαι γλώζα και δε προκάνομαι κανιά βολά. Αλαίμαργη, πώς το λένε κάτω φτου στη χώρα;

-Καλά, καλά, κατάλαβα. Και τι σας φέρνει στο ιατρείο μου; Τι πάθατε;

-Εγώ τίποτα, είπε φτύνοντας τον κόρφο της. Ήρτα να σας πω να ν’ έρτ’τε στο κονάκι μας για το παππούλη πού’ ναι πεσωμένος.

-Πεσωμένος;

-Πεσωμένος, χα. Κλινάρι. Είναι μέρες πολλές που τού’ ρτε το κολπέτο και πήε ο στόμας του πίσω στ’ αυτί του.

-Α, μάλιστα, πάρεση...

-Τι να πάρω;

-Εσείς τίποτα.

-Μα τώρα μου ‘ πατε «πάρε συ».

-Πάρεση είπα, όχι πάρε εσύ. Πάρεση θα πει παράλυση και εν προκειμένω του τριδύμου προσωπικού νεύρου. Προφανώς ο εν λόγω κύριος έχει υποστεί αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

-Τι ωραία που τα λέτε γιατρέ μου…

-Λοιπόν, όταν τελειώσω το ιατρείο θα περάσω. Το σπίτι σας το γνωρίζει η σπιτονοικοκυρά μου φαντάζομαι, ε;

-Χα. Εδεδιό παραπάνου είναι, κάτθε απ’ τη πλατέα. Σαν έρτεις μεσ’μέρι θα σου κάμ’με και το γιόμα. Έβρασα λαχτέντο βετούλι και θα φκιάσω σούπα αβγοκομμένη, μόνο να μου κρίνει πες τση Λένης σα κοπιάσ’τε, για ν’ αβγοκόψω δελέγκου, μη γένει το ρύζι μπλάθρα και κόβεται σε φελιά. Καλά θα’ τανε να βαστάει τη γαδένα ευτήνη και γω να μαυλάω μη κόψει τ’ αβγό.

-Καλά, καλά θα της το πω, μα δε χρειάζεται να μπείτε σε τέτοιον κόπο.

-Τι κόπος γιατρέ μου; Ξένος άνθρωπος εδώ, νηστ’κό θα σ’ αφήκ’με; Το λοιπόνου, εγώ πάου και σε καρτερούμε για το γιόμα, είπε και αποχώρησε απελευθερωμένη, σκεπτόμενη τα μούτρα της γειτονιάς σαν έβλεπε πως τραπέζωσε το γιατρό πρώτη πρώτη.

-Να περάσει η επόμενη παρακαλώ, φώναξε ο γιατρός, μιας και η οικοδέσποινα ήταν απασχολημένη στην κουζίνα…

Στην πόρτα φάνηκε η επόμενη ασθενής, που δεν ήταν άλλη από τη Φούλα, η οποία είχε χάσει για λίγο την πρωτιά…

-Καλημέρα γιατρέ και καλώς εκοπιάσατε στο χωριό μας.

-Σας ευχαριστώ πολύ. Για πείτε μου τι πρόβλημα έχετε;

-Επάρτ΄κε η σφαή μου και γίν’κε κούρβ’λο. Δε τ’ν ορίζω ντίπι. Έβγαλα το στελίτη κοντεύει.

-Η σφαή σας; Στελίτης; Τι σημαίνει αυτό; Κι αυτό το κούρβουλο τι είναι;

-Η σφαή γιατρέ, να, ετούτη, είπε πιάνοντας το επίμαχο σημείο.

-Α, μάλιστα,  αυχένας…

-Αυχένας; Γου την έρμη και την ακλερονόμιστη, ακούς αυχένας… Τού’ ξερα γω πως κάτι έχω η μαυροκίσσα…

-Ησυχάστε κυρία μου, δεν είναι κάτι κακό. Ο αυχένας είναι το σημείο αυτό, πάνω στο οποίο στηρίζεται το κεφάλι μας. Ίσως πάθατε ψύξη. Θα σας δώσω μια αλοιφή και θα σας περάσει.

-Θα μου τονε κόψεις το στελίτη;

-Παρακαλώ;

-Να μου κάμεις το ξόρκι με το μαχαίρι.

-Μα τι λέτε;

-Να πάμε κας τον Αθερ’νό, και να με βαστήξεις ν’ ανεβώ σε νια γαΐτα. Στερνά, θα βαστήξω το κοράκι ορτοκωλιασμένη.  Από κοντά θα πάρεις το μαχαίρι, θα σταυρώσεις τη σφαή μου και θα πεις « Κόβω το στελίτη, το μελίτη, και τον αδερφό του Χάρου»…

-Ορτοκωλιασμένη; Μα τι σας συμβαίνει; Είστε καλά; Τι είναι αυτά που λέτε; Η επιστήμη δεν αποδέχεται τέτοιου είδους μαγγανείες! Θα σας γράψω μια θερμαντική αλοιφή και θα σας περάσει. Χωρίς μαχαίρια και καΐκια…

-Να’ χεις ούλα τα καλά τ’ Θεού. Σα τηνε παραγγείλω και τη φέρ’νε απ’ τη χώρα, να ν έρτω να μου τηνε βάλεις ετλόου σου;

-Σας παρακαλώ, δε σας επιτρέπω…

-Την αλοιφή λέου γιατρέ μου, να μου τη μπλαθρώσεις εσύ που είσαι π’στήμονας.

-Μα δεν πρόκειται για κάτι τόσο απαιτητικό σε γνώσεις. Μπορείτε και μόνη σας. Πρωί και βράδυ με ταυτόχρονη εντριβή ενός λεπτού.

-Καλά καλά, θα κρίνω τση Ξανθής που’ ναι σε τέτοια πρώτη. Τα δ’κάμ’ τα χέρια είναι τραχιά σα πίνα. Εδώ σό’ χω και νια δωδεκάδα αβγά απ’ τσι κότες μας που’ ναι δίκορκα. Ώρα καλή.

-Χάρηκα που βοήθησα. Να σας ξαναδώ μετά τη θεραπεία. Πείτε σας παρακαλώ καθώς βγαίνετε να περάσει ο επόμενος.

Σε λίγο, στην πόρτα φάνηκε η Αγγέλω. Αφού καλημέρισε εγκάρδια, στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα εντυπωσιασμένη από το κύρος του γιατρού.

-Λοιπόν, σας ακούω. Τι σας απασχολεί;

-Εψές το σύρπο, μού’ ρτε νιαν αλμπαζία κυρ γιατρέ μου. Δεν χώρ’ζα αν είναι μέρα ή νύχτα. Έβλεπα μπαμπαφίους σωρό και μπουρμπούλους ’κατομμύργιο…

-Αλμπαζία; Μπαμπαφίους; Μπουρμπούλους; Δηλαδή; Τι σημαίνουν όλα αυτά;

-Σβησμάρα γιατρέ μου. Δε νογάς τίποτα;

-Ομολογώ ότι δε σας καταλαβαίνω…

-Λιγοψυχιά χριστιανέ μου, φεστίδιο, πώς να στο πω;

-Χαμολιγοθύμισε η αραποβλογιασμένη γιατρέ μου, πετάχτηκε η θεια Λένη που στο μεταξύ είχε τελειώσει τη δουλειά της και είχε έρθει να αναλάβει πάλι το καθήκον της. Ελιγώθηκε η ασύφταη.

-Θέλετε να πείτε ότι έχασε τις αισθήσεις της;

-Τι κ’βέντες είναι ευτές γιατρέ μου; Τσ’ ήρτε χαμάρα, ξεγκαρδισμάρα!

-Μάλιστα, νομίζω ότι κάτι κατάλαβα. Υστερικές κρίσεις είναι αυτές, ως απότοκες της εμμηνόπαυσης, μιας και η ασθενής διανύει κλιμακτήριο.

-Επνουμής είναι αγλύκαντη; Ρώτησε η σπιτονοικοκυρά.

-Δηλαδή; Ρώτησε ο γιατρός.

-Αξεραθύμηγη, αδρόσ’γη η βλιασμένη. Δεν είδε χαρά στα σκέλια τση…

-Γου που να σε βαρέσει ο λέφας παλιόγρια μη σε ξάνω, τι ναι τούτα π’ λες μη σου δώκω μία και σου βγει ο αρζβούντ΄λας; Αμύνθηκε η Αγγέλω που θίχτηκε σφόδρα επειδή της έθιξε την ηλικία.

-Ηρεμήστε κυρίες μου, κατάλαβα…Θα χρειαστώ λεξικό ντόπιων ιατρικών όρων, μα θα το καταρτίσω ο ίδιος εν καιρώ… Προς το παρόν θα συνάγω τη σημασία από τα συμφραζόμενα. Θεωρώ ότι σε μερικές εβδομάδες θα μπορώ να κατανοώ και να μεταφράζω επαρκώς… Σας παρακαλώ κυρία Αγγελική, φωνάξτε την επόμενη βγαίνοντας. Εσύ κυρία Ελένη βάλτε να βράσετε τις σύριγγες γιατί μπορεί να χρειαστούν σήμερα. Βλέπω αρκετούς ασθενείς να περιμένουν.

-Θέλνε και ξαφρίασμα; Ρώτησε η οικοδέσποινα το γιατρό αστειευόμενη…

-Χα, απάντησε εκείνος. Κι απέ θα τις αβγοκόψουμε κιόλας…

Κόκαλο η θεια Λένη…