Σερσέ λα φαμ…

Σερσέ λα φαμ…

-Τ’ ακούσατε εκειό το βουρλασό πισ’ τη Ράχη μωρ’ κοπέλες; Πολύς κόσμος εμαζώχτηκε εποληώρα και λένε πώς κάποιονε εφύανε για τη χώρα με το καΐκι του Σπ’νέλη, είπε με απορία η Ρήνη στις γειτόνισσές της.
-Έχω ιδέα πως κάτι έπαθε ο μπάρμπα Πάνος ο Ταρίας. Κάτι θα τού’ ρτε κοντεύει, απάντησε η Μαριγώ.
-Μ’ κάζει πως ήτανε φεστίδιο ή κολπέτο γιατί ελέανε πως ετράβωσε ο στόμας του και πήε πισ’ στη σφαή του τού καψερού, πετάχτηκε η Ροφίλια.
-Πόσο να βαστάξει ευτός ο στόμας με τόσο μπρινιόγκο π’ τραβάει, αναρωτήθηκε χαιρέκακα η Μαριγώ. Σαν έρτει το μπαϊντούζι, από μπονόρα πιάνει στασίδι μες του Τσεκούρα το καπελιό με το Μαλλιαντώνη και το Δεσσέα και δεν αφήνουνε βουτσί για βουτσί γιομάτο. Μάλιστά μου, ο Τσεκούρας τσ’ έχει στρωμένο ένα σάισμα του κάθε μιανού απ’ κάτου απ’ το βαρέλι και ευτήνοι για να μη χασομεράνε πέφτ’νε τ’ ανάσκελα και πίν’νε σα λουρίτες ο καθένας με τη πύρια του, πρόσθεσε με απαράμιλλη περιγραφική ικανότητα η Μαριγώ.
-Για τσωπάστε μωρές κι έρχεται η Ορανία του Βαλαωρίτη οπού’ ναι νια πόρτα με το Ταρία. Κάτσ’τε να τη ρωτήσ’με να μας πει, την έκοψε η Ρήνη, κι έκανε νόημα στη γυναίκα να πλησιάσει στην αυλή για την προβλαπόμενη «ανάκριση»…
-Ε μωρ’ Ορανία, τι μπαρδαμάσκος ήταν εκειός πίσω φτου; Ποιόνε πααίνανε καραΐσα απά στη σκάλα κατ’ το Βαθύ, ρώτησε, αποφεύγοντας να αναφέρει το όνομα του παθόντα ώστε να ακούσει ολόκληρη την ιστορία απ’ την αρχή…
-Το Πάνο το Ταρία που να τονε βαρέσει ο λέφας. Εγίνηκε το κεφάλι του σα σαμαδούρα, απάντησε εκείνη.
-Ήσουνε μπροστά δα; Ρώτησε η Μαριγώ.
-Όταν άκ’σα τα σκούξα ετρέχαξα να ιδώ, απάντησε η θειά Ουρανία.
-Και τι είδες; Κρίνε και μας αγκάστρωσες δα…
-Το Ταρία να αλυχτάει και να κοπανάει το κεφάλι του στο τοίχο απ’ το πόνο…
-Και γιατί του; Δε του’ ρτε δα κολπέτο;
-Τι κολπέτο μωρές; Απ’ το κρασί και τα κοκορέτσα τα’ παθε ούλα.
-Θα μας σκάσεις Ορανία; Μολόγα και μας επέθανες. Τι τον ήβρε τον έρμονε;
-Ευτός παιδί μου ήρτε απ’ το καπελιό φαωμένος και έτ’μος για ύπνο. Είχανε κάτι κοκορέτσα και σπληνιάντερα στου Νικολάκια κι ευτός έφαε μπόλικα. ΄Επιε και τα κρασά του κι έφτασε στο σπίτι σκρεπάλι. Για να μη τονε πάρει χαμπέρι η Δέσπω κι αρχίσει να τονε λειτρουγάει, έπεσε να κοιλιορέψει στ’ν αυλή, κάτου απ’ το κλήμα πού’ χε δροσά.

Σαν εβολεύτ’κε καλά καλά απά’ στη βαντάκα με το δίχτυ, τονε πήρε ο ύπνος ο βαρύς με το στόμα του ανοιχτόνε βεράνι όπως τη σκλεμπού, κι έκανε ένα ρουχνητό Παναήα βόηθα… Τα γένια και τα μ’στάκια του ήτανε μπλαθρωμένα με τα ξύγκια και με τα κανελλογαρούφαλα  και μαζώξανε σα μαλάγρα, ό,τι σέρσελα, ντάβανο και τσούχτρα ήτανε πισ’ τη Ράχη. Τονε περβατάγανε κι εσ’λατσάρανε απάς τη μ’σούδα του μελεούνια τα μπαμπάγια. Κανα δυο σερσέλοι εμπήκανε μες το στόμα του και τρυγάανε τ’ αποφάγια. Από κοντά εμπήκανε κι οι τσούχτρες. Ο έρμος ήτανε στο πρωτοΰπνι και δεν εχαμπάρ’ζε  τίποτα. Μέχρι που εμπήκε ένας ντάβανος, κι εδεκεί εγίνηκε το δεμάνκο το μεγάλο γιατί τονε γαργάλ’σε όπως ήτανε θερίος και τον έπισε τρωούρα. Εφτός ο μαυροκαημένος το λοιπόνου, έκλεισε το στόμα του κι εδάγκασε ούλη τη σπρούχνη που εβόσκαε μέσα. Δέκα κεντριά εχωθήκανε στ’ αγούλια και στα μάουλά του.  Στο μομέντο, εσάλτησε ένα μέτρο απάνου απ’ το πόνο κι ελιγώθ’κε μεμίας. Όταν ετρέξαμε εμείς στο λεφτό, τον ήβραμε μ’ ένα κεφάλι σα καρπούζι από κειά πό’ φερνε ο Γιάννης μου απ’ το Λεσίνι, τα θερία που ζυάζανε πέντε οκάδες το κομμάτι… Η μαυροδέσπω έσκουζε πως επέθανε ο γέροντας αλλά ο μπαρμπα Μάσος ο Ανεμούρχος που εζύγωσε, άκ’σε την ανάσα του βαριά κι είπε πως ζει. Μπαμπαξά βέβα δεν έβγανε, γιατί η γλώσσα του είχε γίνει μοσκαρίσα και τα χείλια του ήτανε όπως τση χελούδας. Με κείνα και με τ’ άλλα, τονε φορτώσανε στη σκάλα καραΐσα και γραμμή για τη χώρα. Ευτά εγινήκανε πίσω κει, κι ο Θεός να τονε φ’ λάξει σαν έρτει απ’ το νοσοκομείο απ’ τη Δέσπω που του τά’ χει πολλά μαζωμένα…

-Γου τι ετράβ’ξε ο καψερός, είπαν μ’ ένα στόμα οι τρεις γειτόνισσες…

Μετά από τρεις μέρες, ο μπάρμπα Πάνος, γύρισε στο νησί. Ήταν στη δεκαετία του 1960 και η ιατρική είχε κάνει προόδους. Το πρόσωπό του είχε ξεπρηστεί και τίποτα δεν θύμιζε το πάθημά του εκτός από τη γκρίνια της γριάς του, να αραιώσει από το καπηλειό.

-Καλώς ήρτες ζωντανός, αλλά το νου σου ετούτη τη φορά, γιατί το έρμο το κεφάλι σου πο’ γινε σα σαμαδούρα, θα στ’ ανοίξω γω με το κόπανο, τον προειδοποίησε.
-Καλά μωρ’ Δέσπω, άσε με και βιάζομαι…, απάντησε εκείνος βηματίζοντας προς τα έξω απ’ την αυλή.
-Πού θα πας πάλε; Ακόμα δεν ήρτες, φώναξε η θειά Δέσπω για να τον προλάβει.
-Πάω να μαλαγρώσω, είπε αυτός … Τις τσούχτρες και τους σερσέλους, συμπλήρωσε χαμηλόφωνα, και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στου Τσεκούρα τραγουδώντας ασυναίσθητα το γνωστό άσμα του Τσιτσάνη:
«Κι αν γυρίζουμε ξενύχτηδες τα βράδια, και με πόνο τα ποτήρια μας ρουφάμ,
σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ, σερσέ λα φαμ…» προφανώς συσχετίζοντας το πάθημά του, με τον …πόνο του Μπιθικώτση που το ερμήνευε…