ΟΥ ΜΠΛΕΞΕΙΣ…

ΟΥ ΜΠΛΕΞΕΙΣ…

-Το λοιπόνου, άκ’σα νια καλή προξενιά για το γειτονόπουλό μας, το Ντίνο τση Λόπης, στο Αγουπανοχώρι, είπε εμπιστευτικά πίσω απ’ την τσίπα της η Καλέργα, προσέχοντας μήπως το μυστικό ξεφύγει και σεργιανίσει στη γειτονιά πριν την ώρα του.

Οι άλλες δυο γειτόνισσες, η Δημήτρω και η Μαριάννη, είχαν πιάσει από νωρίς το πεζούλι στον ίσκιο της σκαμνιάς του μπάρμπα Μάσου και περίμεναν να συμπληρωθεί το «καρέ» για να αρχίσουνε την …ανασκόπηση των τελευταίων γεγονότων της γειτονιάς. Η τέταρτη της παρέας, η Βάνθω, δεν είχε φανεί ακόμα. Όμως αυτή η αναπάντεχη είδηση που μόλις ξεστόμισε η Καλέργα, πρόσθετε ιδιαίτερη βαρύτητα στην…ημερήσια διάταξη των θεμάτων. Μάλιστα τόσο ιδιαίτερη, που οι τρεις φίλες, δεν προλάβαιναν να έρθει και η τέταρτη. Έτσι, η σπίθα έγινε φωτιά που φούντωσε αμέσως:

-Στ’ Αγουπανοχώρι; Πήρε την πρώτη πάσα η Μαριάννη. Α κειό θέλ’με νια μέρα να πάμε και δύο να’ ρτουμε. Αλαργότερα δεν επήαινες;
-Δεν επήα ’γω μωρή ασύφταη. Ο δραγάτης ο Αλτιγάδης μου τού’ πε εψές το βράδυ, όπως επέρασε με το γαϊδούρι για να τράξει μην  εμπήκανε τα πράματα στο χωράφι του Κ’τσέλου και δε τ’ αφή’κνε τίποτα… Απάντησε εκείνη με αγανάκτηση.
-Μωρέ μούτρα που θα’ βρισκε εδώθε νύφη! Πετάχτηκε η Δημήτρω με «σκάνιο», υπερασπιζόμενη τη Βάνθω. Ευτός μανούλα μου είναι τούφλα. Πού να του βρούμε γ’ναίκα, όπου δε τονε ζυγώνει μάηδε γαϊδούρα αξεθύμαη το Μάη;
-Κι ευτήνη απ’ τ’ Αγουπανοχώρι πώς θα τονε πάρει κάνε; Ρώτησε η Μαριάννη.
-Έλα δα! Αναρωτήθηκε η Δημήτρω κοιτάζοντας τη Μαριάννη για να βρει στήριγμα. Άμα λάχει και τονε ιδεί θα λαμπάξει και θα φύει σαραντάκαπνη…
-Μου’ πε ο δραγάτης, πως η νύφη είναι νια χαψά μεγάλη και στεγνή σα λιασμένη μεληδόνα. Από προίκα έχει μπόλ’κη, αλλά η μ’σούδα τση είναι όπως το σανπιέρο, είπε η «εν δυνάμει» προξενήτρα.
-Ποια λες μωρή; Μην είναι η Λένη του Λιοκόρνη; Εκεινού που τράζει εμένα και γλέπει το Φερμέκλο; Ρώτησε η Μαριάννη.
-Όχι, όχι. Ευτήνη επαντρεύτηκε επέρσι ένα αλποτσάκαλο απ’ τη Πωγωνιά με πρόβατα πολλά και γίδια πιότερα. Λέου για τη Βεσσαρία του Δεσσέα με τα χτήματα στη Μ’σοή, απάντησε η Καλέργα.
-Ζει δα; Ακούστηκε η φωνή της Βάνθως που είχε αρχίσει να κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά της αυλής. Α κειό είναι με την Άτοκο. Ήμουνε κοπελούλα που τη θυμάμαι να ξένει το μαλλί με το τσιγκρί και να μας σκιάζει, σαν απαέναμε με τη μάνα μου να κοκολοΐσουμε ήλιο με ήλιο απάνω φτου. Δυο δόντια είχε ούλα κι ούλα και τα’ βγανε όξου για να μας λαμπάξει…
-Τσώπα μωρ’ Καλέργα και συ την έκαμες κακοθάνατη, είπε αμυντικά η Καλέργα, που προφανώς είχε συμφέρον από την …ευδοκίμηση της συμπεθεριάς. Η νύφη ήταν από σπίτι αρχοντικό και αν το προξενιό ολοκληρωνόταν, κανείς δεν θα έμενε παραπονούμενος…
-Μωρ’ σε κ’βεντιάζω, αντεπιτέθηκε η τέταρτη της παρέας. Το κατσαούνι τση είναι πεταμένο όξου όπως τον καπρινιόζο…
-Σανπιέρος ή καπρινιόζος; Αποφασίστε νια βολά είπε η Δημήτρω σαρκαστικά.
-Και τι π’ράζει; Πες τηνα όπως αγαπάς, μέσα θα πέσεις, απάντησε γελώντας η Καλέργα. Μήπως θα τη δει ο γαμπρός; Είπαμε ευτός δε χωρίζει αν είναι μέρα ή νύχτα. Καί τούφλα, καί γκαηδός. Το θέμα είναι πως αν γίνει η δ’λειά μας, ο δραγάτης μο’ ταξε δέκα λίρες. Αν δώκ’τε αγιούτο να νετάρει η δ’λειά, έχ’τε από δυο λίρες η καθεμία. Χρ’σές και κουδουνιστές!
-Α, τη χρυσή μας τη κοπέλα! Πετάχτηκε όρθια η Βάνθω.  Τη χρυσονοικοκυρά μας την Αγουπανοχωρίτ’σα και πότε να κοπιάσει στο χωριό μας να τηνε καλοσωρίσ’με και να τση φκηθούμε να κάμει καλούς απογόνους!
-Α, μπα; Τώρα έγινε κοπελούλα η Άτοκος; Και πώς θα κάμει απογόνους πού’ ναι στέρφα και χιλιοχρονίτικη; Την πείραξε η Καλέργα.
-Δεν είναι μεγάλη,  είναι κακονιά η έρμη, επανήλθε η Δημήτρω, που κι αυτή έβλεπε πλέον τις λίρες να κουδουνίζουνε στη τσέπη απ’ το κότολό της.  Θα τη μπαρμ’λώσ’με εδευτιά με νια τσίπα και δε θα ιδεί τίποτα ο Στραβοντίνος.
-Ε μωρές κοπέλες, και πώς δε κάν’με κάτι πιότερο σίουρο; Πρότεινε η Βάνθω. Να του δείξουμε νιαν άλλη που να βλέπεται και σαν έρτει η ώρα να του πασάρ’με το παρασάνταλο.
-Και ποια θα δεχτεί να το κάμει ευτό και να’ ναι κι άγνωστη; Ρώτησε η Μαριάννη.
-Θα πούμε τση Βαγγελούλας του Κ’τσούνα  πέρα απ’ τα Αλώνια  που’ ναι ξεματοχ’νή για τη δουλειά μου τη θέλ’με. Δε την έχει ματαδεί ευτός και θα τονε γελάσ’με…
-Ευτήνη είναι κοπελούλα σα τα κρύα τα νερά. Πώς θα τονε γελάσ’με στερνά να πάρει τη ζμπέρνα; Ρώτησε αξιοποιώντας όλο το θαλάσσιο βασίλειο για να περιγράψει τη νύφη.
-Σαν έρτει η ώρα, θα τονε ποτίσ’με με κρασί από κειό το καλό, κι ούλα θα γένουνε όπως είπαμε, απάντησε με σιγουριά η Καλέργα. Χάειστε τώρα να του πείτε να’ ρτει εδώ να τ’ πούμε το μαντάτο. Εσύ να πας Δ’μήτρω που τον έχεις ξάδερφο. Και συ Βάνθω χάει να φέρεις εδώ τη Βαγγελούλα αλλά μη τση πεις τίποτα. Μοναχά να την δει θέλ’με. Αν σε ρωτήσει πες τση πώς θέλω να τση δώκω νια χαψά μπομπότα οπό’φκιασα εψές με το καλαμποκίσο που μό’ στειλε η βαβά τση.

Ο λόγος της Καλέργας ήταν διαταγή. Έτσι οι δυο γυναίκες έφυγαν για να εκτελέσουν την αποστολή τους.
Πραγματικά, σε λίγη ώρα έφτασε ξαναμμένος ο Ντίνος της Λόπης συνοδευόμενος από την Δημήτρω, που είχε αναλάβει να του πει επιγραμματικά τι τον ήθελαν. Και μόνο που του ανέφερε ότι επρόκειτο για παντρολογήματα, εκείνος πετάχτηκε σαν ελατήριο και την ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

-Σας τον ήφερα το λεβέντη μας, τον προσφώνησε η Δημήτρω.
-Τι κάν’τε μωρ’ κοπέλες; Φώναξε εκείνος περιχαρής.
-Καμωτήρες, είπε μέσα απ’ τα δόντια της η Καλέργα και συνέχισε μεγαλόφωνα: Καλώς το χρυσό μας το παιδί, το καμάρι τση Ράχης και του Κατωχωριού ολάκερου.
-Μου’ πε η Δ΄μήτρω πως μού’ βρατε νύφη, είπε ο Ντίνος με την ένρινη φωνή του, κοιτάζοντας το υπερπέραν.
Ο υποψήφιος γαμπρός ήταν μέτριος στο ανάστημα, αδύνατος και κομματάκι άσχημος με λιγδωμένο μαλλί και πρόσωπο αξύριστο. Μα αυτό που τον χαρακτήριζε, ήταν τα χοντρά ματογυάλια του, που παραμόρφωναν τα καστανά του μάτια και του έδιναν μια όψη περίεργη και όχι τόσο οικεία, σαν ψάρι από τα βάθη του ωκεανού. Είχε πατήσει τα σαράντα και το ενδεχόμενο να μείνει γεροντοπαλίκαρο τον είχε αγχώσει αρκετά. Έτσι, η χαρά του ήταν απερίγραπτη όταν η Δημήτρω του ανήγγειλε το προξενιό.
-Καλά σού’ πε, απάντησε η Μαριάννη. Και μάλιστα πεντάμορφη σα τη μέρα τη Λαμπρή, συμπλήρωσε με ενθουσιασμό, σκεπτόμενη μάλλον τις λίρες, παρά την ευτυχία του ζευγαριού.
-Μωρέ κατά΄φωνήηη, πετάχτηκε η Καλέργα. Σα τηνε γλέπω κι έρχεται κατά δω με τη Βάνθω. Κοίτα κορμοστασά, κοίτα λυγεράδα, είπε στο Ντίνο δίνοντάς του μια με τον αγκώνα της στα πλευρά, παροτρύνοντάς τον να την κοιτάξει: -Νοιώσε βόιδι! Συμπήρωσε.
-Ευτήνη είναι; Κάτσε να’ ρτει κοντύτερα να πάου να τη δω…
-Αλάργα και το νου σου μη τη σκιάξεις. Είναι κοπελούλα απονήρευτη και δε ξέρει από παντρολοήματα. Ούτε να τση κρίνεις, ούτε να πας πολύ σιμά, τον συμβούλεψε η Καλέργα.
-Γου μάνα! Τώρα που ζύγωσε καλή τη γλέπω. Κορμοστασά πά’ να πει. Μ’σούδα δε χωρίζω καλά αλλά μ’ αρέσει.  Και τίνος είναι; Χωριανή; Ρώτησε ο γαμπρός.
-Αγουπανοχωρίτισσα, αρχοντογεννημένη. Τ’νε λένε Βεσσαρία κι είναι κοπέλα του Δεσσέα με τα πρόβατα και τα κατσίκια και με διακόσες ρίζες ελιές αγπάνθενε, του είπε χαμηλόφωνα η Μαριάννη, μη τυχόν και την ακούσει η Βαγγελούλα που ήδη είχε πλησιάσει αρκετά.
-Ε μωρ Βανθίααα, πάρ’ τη κοπέλα μέσα μη πλευριτώσει και το φέρνει φ΄σέκι πίσωθε απ’ τ’ Ράχη, επέμεινε με νόημα η Καλέργα κάνοντας και τις ανάλογες χειρονομίες. Ο κίνδυνος να αποκαλυφθεί η απάτη ήταν ορατός όσο η κοπέλα πλησίαζε προ τον Ντίνο. Αλλά η ομάδα δούλεψε ρολόι… Το κορίτσι, χωρίς να καταλάβει τίποτα, πήρε απ’ τις γυναίκες ένα πακέτο με τέσσερα φελιά μπομπότα πεσκέσι κι έφυγε απ’ την πίσω αυλή για το σπίτι της χωρίς να αντιληφθεί τις πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφερε άθελά της.
-Πότα θα κανονίσ’τε τα ρέστα; Εμένανε μ’ αρέσει και μου παραρέσει. Θα το πω τση μάνας μου και του πατέρα μου, πο’ χ’νε μάρα και καημό μη μείνω μπούφος, είπε με λαχτάρα ο Ντίνος.
-Μωρέ μη σε γνοιάζει και θα στα κανονίσω γω στο λεφτό. Τη Κυριακή μετά την εκκλησά θα πάμε στ’ Αγουπανοχώρι στο κονάκι του Δεσσέα να τα σάσουμε και να βάλ’με και βέρες. Αύριο το γιόμα, θα να’ ρτω γω στ’ μάνα σου να τς’ τα πω χαρτί και καλαμάρι. Εσύ τήραξε να μπανιάρεις πο’ χεις απάνου σου πίνο και να βάλεις σκουτιά καθαρά και σ’δερωμένα. Μη μό’ ρτεις σα το ξεβέλασμα, είπε η Καλέργα με ύφος που δεν σήκωνε καμία αντίρρηση και αφού τον έπιασε απ’ το μπράτσο, τον οδήγησε να ανεβεί τα σκαλιά μη λάχει και σκοντάψει.
-Σα και να ακούου τσι λίρες του Δεσσέα να καμπανίζ’νε, είπε η Μαριάννη.
-Μωρές πώς το φκιάσαμε ούλο ευτήνο μέσα σε νιαν ώρα, ούτε ο διάουλος δε το παντύχαινε, είπε η Βάνθω.
-Κάτσε πρώτα να μπούνε οι βέρες κι απέ χαίροσάστε, τις προσγείωσε η Δημήτρω. Οι αγ’πανωχωρίτες είναι πονηροί και δε πρέπει να καταλάβ’νε πως ο γαμπρός είδε άλλη νύφη και μεις θα τ’ δώκαμ’ άλλη.
-Κάτσ’τε και θα ιδείτε, είπε η Καλέργα. Κυριακή κοντή γιορτή… Εσείς κανονίστε να φκιάσ’με το κανίσκι και μην αλησμονίσ’με το σπαέτο. Εσύ Βάνθω π’ θα το ζαλικωθείς να πάρεις ποδολόα λουλουδάτη. Τα υπόλοιπα τα κανονίζω ’γω. Απόψε κιόλας θα παραγγείλω του Μπιρμπίλη να με πάει στο απάνω χωριό με τ’ άλογο, και σαν έρτω πίσω θα σας τα ιστορήσω ούλα.

Έτσι κι έγινε. Η καπατσοσύνη της Καλέργας κανόνισε τα πάντα στην εντέλεια.
Την Κυριακή το μεσημέρι, η «αντιπροσωπεία» των Κατωχωριτών αφού ξεπέζεψε απ’ τα γαϊδούρια, ανηφόρισε στο μονοπάτι για το πετρόχτιστο δίπατο αρχοντικό του Δεσσέα. Η νύφη, συγκινημένη, τους περίμενε στο μπαλκόνι ανάμεσα απ’ τους γονείς της. Ήτανε ντυμένη επίσημα με το μεταξωτό γαλάζιο της γιλέκο και τη σπαλέτα της την πορφυρή, στολισμένη  με χρυσό ποντάλι, φορώντας ένα ανοιχτόχρωμο μπεζ κεφαλοπάνι σα ριχτό μαντίλι που κατέληγε σε κρόσσια θαλασσιά. Χαμογελούσε πλατιά, κάνοντας κάπως πιο φανερή την ασχήμια της, μιας και το τραχύ και ανισόπεδο της πρόσωπο φαινόταν ξεκάθαρα ακόμα και κάτω απ’ την αυλή στην οποία ήδη είχαν μπει οι μουσαφιραίοι.

-Γου μωρή Δημήτρω και πως είναι ξεμπαρμπούλωτη η μαυροκίσσα; Δε τση τού’ πανε να κλουπωθεί μέχρι να τονε γελάσ’με; Ποια τση κάστηκε πως είναι κι έβγαλε τα κάλλη τση στο μπαλκόνι να καμαρώσ’με την ομορφάδα τση; Σύρε απάνου δελέγκου να το πεις με τρόπο στη θειά τση τη Μαρ’γούλα μη λάχει και προκάμ΄με το κακό. Μπορεί να’ναι θεόστραβος ο έρμος, αλλά τόση ασκήμια θα τη δει μες το καταμεσήμερο.
-Καλώς τους συμπεθέρους! Βροντοφώναξε ο Δεσσέας από το μπαλκόνι. Ανεβείτε να δροσιστείτε. Διαμάντω, φέρε το μαστραπά με το νερό και γλυκό από κειό πό’φκιασε η προκομμένη μας με τα χεράκια τση εψές. Είναι σκέτο δεκότο. Δεν έχει ντέσματα καθόλου, συμπλήρωσε αμήχανα για την προσπάθειά του να εκθειάσει τις αρετές της θυγατέρας του.
-Καλώς σας ήβραμε ορέ αρχόντοι! Απάντησε η Καλέργα που είχε αναλάβει το ρόλο του αντιπροσώπου. Καλύτερα να πάμε μέσα στο κονάκι σας, να μη μας κάψει ο ήλιος όξου, συμπλήρωσε υστερόβουλα, και τράβηξε εσπευσμένα κατά κει οδηγώντας το γαμπρό, τους γονείς του και τις άλλες τρεις προξενήτρες που κουβαλούσαν εκτός απ’ το κανίσκι, και μια νταμιτζάνα κρασί «από κειό το καλό», αν η όραση του Ντίνου πήγαινε να τους χαλάσει τη δουλειά …

Το μακρύ ξύλινο τραπέζι ήταν στρωμένο με ένα λινό μεσάλι, στολισμένο τριγύρω με μέρλο αραχνοΰφαντο. Στη μια μεριά του τραπεζιού κάθισαν οι φιλοξενούμενοι και απέναντι οι οικοδεσπότες, με τη νύφη στο κέντρο μισομπαρμπουλωμένη. Η θειά της η Μαρ’γούλα είχε φροντίσει να την ορμηνέψει για τα σχετικά. Εξάλλου και η ίδια είχε επίγνωση της «ομορφιάς» της και ο σκοπός της ήταν να κουκουλώσει το γαμπρό χωρίς ρίσκα. Το ζήτημα λοιπόν, ήταν να αλλάξουνε το συντομότερο όρκους πάνω στο εικόνισμα της Παναγίας και μετά θα ήταν αργά για να κάνουν πίσω. Ο Ντίνος κάθισε απέναντι, και αμήχανος έπαιζε με την πετσέτα του περιμένοντας να αρχίσει η κουβέντα.

-Το λοιπόνου, είπε ο οικοδεσπότης, καλώς εκοπιάσατε στο φτωχ’κό μας, θέλοντας να κάνει εντύπωση μιας και το σπίτι κάθε άλλο παρά φτωχικό ήταν. Λεβέντης ο γαμπρός και φρόνιμος. Κι ο συμπέθερος καλά βαστιέται, αλλά τη χάρη και την ομορφιά του τηνε πήρε απ’ τη συμπεθέρα γλέπω, είπε κολακευτικά μη λάχει και χαλάσει η δουλειά. Η Βεσσαρία είναι χρυσοχέρα και προκομμένη. Με προίκα αφάωτη και δυο μαντριά στον Τούρλο γιομάτα γιδοπρόβατα. Και για το καλό τση μέρας να χρυσώσω τσι προξενήτρες με ένα δράμι μάλαμα, είπε ρίχνοντας ένα χοντρό δερμάτινο πουγκί στο τραπέζι…
Τα μάτια της Καλέργας πεταχτήκανε έξω κι αν ήτανε τρόπος θα το άρπαζε να μετρήσει τις λίρες. Το μέγεθος όμως του ρεγάλου ήτανε τόσο που καμία αμφιβολία δεν άφηνε. Περισσότερες μπορεί να ήταν, λιγότερες με τίποτα.
-Πιότερες είναι μωρή από δέκα. Μας εχρύσωσε ο χρυσός ο νοικοκύρης. Κοίτα μη τα χαλάσ’με στο τέλος, είπε με τρόπο η Δημήτρω στην Καλέργα τραβώντας της το κότολο. Εκείνη συμφώνησε απόλυτα και της έκανε νόημα να σωπάσει για να αναλάβει δράση. Σήκωσε το ποτήρι της λοιπόν, και είπε με κάθε επισημότητα:
-Να μας ζήσ’νε ορές παιδιά και καλούς απογόνους. Γαμπρέ άσπρο πάτο!  Να δείξεις το παράδειγμα πως οι χωριανοί μας είναι γερά ποτήρια. Το κρασί ετούτο που φέραμε απ’ το Κατωχώρι είναι αθήρι πρώτο. Ίβα! Βροντοφώναξε, κάνοντας όλη την παρέα να πιεί μονορούφι το πρώτο ποτήρι.
-Πάμε και για τ’ άλλο! Φώναξε η Βάνθω, συνεπαρμένη απ’ τον ενθουσιασμό της αρχηγίνας, αλλά και από τις λίρες που κοσμούσαν το κέντρο του τραπεζιού.
-Κάτσε δα συμπεθέρα και θα μας κόψει ξεροσφύρι, πετάχτηκε η μάνα της νύφης. Στάκα να φέρω το φαΐ στο μομέντο.

Και σε λίγα δευτερόλεπτα φάνηκε με μια μεγάλη απλάδαινα αχνιστή και κατάφορτη.

-Τι’ ναι ευτό; Δε φαίνεται για αρνί, ψιθύρισε η Δημήτρω στις άλλες.
-Παλαμήδι με σπαέτο! Ανακοίνωσε με ενθουσιασμό ο οικοδεσπότης. Είχαμε καιρό να το φκιάσ’με!
-Κι ήβρατε τη μέρα! Είπε σιγανά η Μαριάννη. Ακούς παλαμήδι με σπαέτο. Τόσα αρνιά έχει ο χριστιανός, εχάθηκε να σφάξει ένα ζ’γούρι; Θα καρκωθούμε έτσι πού’ ναι ούλα ανακατωμένα, μπλάνα.

Η αλήθεια είναι ότι η ανακοίνωση του ιδιαίτερου αυτού φαγητού δεν έκανε και την καλύτερη εντύπωση στους Κατωχωρίτες, που πεινασμένοι απ’ το δρόμο περίμεναν κανένα κοψίδι, ή στην χειρότερη, αυτά που συνηθίζονται τις Κυριακές, γιουβέτσι, σούπα αυγοκομμένη με κόκορα και όλα τα παραδοσιακά γεύματα του νησιού. Αλλά παλαμήδι με σπαέτο; Αυτό ήτανε βαρύ. Ας όψεται όμως ο ιερός σκοπός της επίσκεψης.

-Πάμε για το δεύτερο ποτήρι αρχόντοι! Φώναξε η Βάνθω υψώνοντας το ποτήρι της.
-Μωρέ καλά σας λένε Καρτεζινιάδες, μονολόγησε ο Δεσσέας. Εσείς εμεθύσατε και το δεσπότη, και σήκωσε το ποτήρι του μη μπορώντας να κάνει αλλιώς…

Στο μεταξύ στην παρέα είχε προστεθεί και ο παππά Βγενίας, απαραίτητος συντελεστής της σημερινής μάζωξης, ένας αλέγρος και πάνσοφος γέροντας, με συνηθισμένα ανθρώπινα πάθη που ποτέ του δεν προσπάθησε να τα κρύψει. Έπινε το ουζάκι του στο καφενείο και απολάμβανε τα τσιγάρα που τον κερνούσαν συμμετέχοντας πλήρως στα «εγκόσμια», γι’ αυτό ήταν και ιδιαίτερα αγαπητός στο ποίμνιο του Αγουπανοχωρίου. Αρωγός κάθε κατατρεγμένου και ήπιος κριτής κάθε εξομολογημένου πάθους ή αμαρτήματος. Παππάς λαϊκός, αυθεντικός. Λεβέντης απ’ τους λίγους.

Έτσι, σιγά σιγά το κλίμα στην παρέα είχε γίνει πιο χαλαρό και η νταμιτζάνα άδειασε.

-Φέρτε τα δαχτυλίδια και το κόνισμα τώρα, πρόσταξε ο Δεσσέας. Γαμπρέ, κάμε κοντά να σας βλοήσει ο παππάς. Να. Κάτσ’τε ’δω να’ σαστε δίπλα.
-Καλά πού’ τανε  νια χαψά αλάργα και δε τη καλόβλεπε. Τώρα να δούμε τι θα γένει, είπε γεμάτη αγωνία η Καλέργα, που φρόντισε να μετακινηθεί κι αυτή ώστε να είναι δίπλα στο «νιόφωτο».

Ο Ντίνος, σήκωσε το βλέμμα του με συστολή κάνοντας τα μάτια του να φαντάζουνε θεόρατα μέσα απ’ τα χοντρά του γυαλιά, σα της σκουτρινέλας. Αφού εστίασε στη νύφη, ένας κρύος ιδρώτας φάνηκε να αναβλύζει σε κόμπους στο μέτωπό του. Έσκυψε προς την Καλέργα και της είπε με σβησμένη φωνή, λες κι έβγαινε από λείψανο:

-Μωρή με πίνιξες! Δεν είναι ευτήνη…
-Τι λες μωρέ αχρόνιαγο; Τι πά’ να πει δεν είναι ευτήνη; Απάντησε εκείνη με κομμένα τα πόδια κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει τι τής έλεγε.
-Δεν είναι ευτήνη που μου δείξατε επροψές στην αυλή. Ετούτη είναι άλλη, πρόσθεσε δειλά και άτολμα, έχοντας μια μικρή επιφύλαξη μήπως έκανε λάθος.
-Τι λες λεβέντη μου, καμάρι τση Ράχης; Έπγιες πολύ κρασί και σου κάζει πως είδες άλλη. Ευτήνη ήτανε και παράτανε, απάντησε η Καλέργα έχοντας το νου της μη τους πάρουν είδηση οι συμπέθεροι.
-Αρρεβώνιαζε παππά μου! Ανάγκασε δα κι αγκαστρωθήκαμε! Πετάχτηκε η Δημήτρω που είχε καταλάβει τι γινότανε. Και με μια κίνηση αίλουρου, άρπαξε τις βέρες και τις έβαλε μπροστά στον ιερέα περνώντας του το πετραχήλι κολάρο με μια επιδέξια κίνηση. Χα και θα νυχτώ’σμε και δε θα γλέπουμε να πάμε πίσω, είπε επιταχύνοντας τη διαδικασία.
-Να ζήσ’με αφέντη και λεβέντ’ μουουου, ακούστηκε η στριγγιά φωνή της Βεσσαρίας καθώς ο παππάς της πέρναγε τη διαβασμένη βέρα στο δάχτυλο, μια φωνή που περισσότερο θα ταίριαζε σε μοιρολόι παρά σε αρραβωνιάσματα: «Τα μάτια σου, τα μάτια μου όταν αντικριστούνε, καλύτερα στη μαύρη γης παρά να χωριστούνε».
-Να’ τανε τρόπος να μη κρένει ντίπι, ψιθύρισε η Καλέργα στη Μαρ’γούλα. Είναι η φωνή τση σα πονταρ’σμένη κουρνάκλα. Απάνου που υποψιάστηκε πως τονε φέραμε γι’ άλλη θα μας λακίσει αν ξανακρίνει η μαυροκίσσα... Καλά που’ ναι βόιδι ο προκομμένος και πλαένει ολόρτος…
-Και τη να τση κάμω τσ’ αχρόνιαγης που έχει χαρά μεγάλη; Απάντησε η θειά. Είναι μαθές αδρόσ’γη κι αξεραθύμ’γη η έρμη κι η σκότ’νη…
-Χώσ’ τση ένα φελί λαδόπ’τα να το ρ’μπώξει και να κολλήσει ο στόμας τση, μήπως νετάρ’με νια βολά με το παππά Βγενία που το πάει τραουδιστά. Λες και λέει τση τάβλας το τραούδι ο ’κστιανός... έγρουξε νευριασμένη η αρχιπροξενήτρα.
-Με τόσο πο’ πιε κι ευτός, θα πει και «τση Καρυάς το πλάτανο βαρούνε βιολιτζήδες», είπε γελώντας η Δημήτρω.

Η αγωνία τους όμως δεν κράτησε πολύ. Ο παππάς αφού τελείωσε την ψαλμωδία του, ευλόγησε τις βέρες και τις σήκωσε ψηλά. Εν ριπή οφθαλμού, η Καλέργα και η  Μαριγούλα άρπαξαν τα δάχτυλα του ζευγαριού και τους φόρεσαν τα δαχτυλίδια απότομα, σηματοδοτώντας την επισημοποίηση της συμπεθεριάς.

-Να πιούμε και λίγο απ’ το δικό μας τώρα! Μας καρτερούνε και τα λαούτα κάτθε! Φώναξε ο Δεσσέας κι εμφάνισε πάνω στο τραπέζι μια μεγάλη λαΐνα γεμάτη κοκκινόμαυρο κρασί που ήταν ό,τι χρειάζονταν, ώστε ο γαμπρός να πάει τα φαρμάκια του παρακάτω. Έβλεπε πια, ότι ήταν μάταια οποιαδήποτε αντίδραση προκειμένου να ξεφύγει απ’ τη μέγγενη που την έσφιγγε απ’ τη μια μεριά η Καλέργα και οι άλλες προξενήτρες, και από την άλλη ολόκληρο το Αγουπανοχώρι που στο μεταξύ είχε μαζευτεί στην αυλή με λαούτα και βιολιά.
-Να μας ζήσ’νε το λοιπόν, είπαν όλοι, αρχίζοντας να χτυπάνε τα πιάτα με τα  πηρούνια τους παρακινώντας το ζευγάρι να φιληθεί.
-Μού’ ρτε νια σβησμάρα, να με συμπαθάτε είπε ο γαμπρός βγαίνοντας να πάρει αέρα, έχοντας ακόμα την απορία αν η νύφη ήταν αυτή που είδε ή κάποια άλλη. Πώς να παραδεχότανε όμως τέτοιο πράμα; Τα επακόλουθα θα ήτανε εξαιρετικά οδυνηρά γι’ αυτόν. Θα γινόταν η χλεύη του νησιού και δε θα’ χε πού να σταθεί και που να γείρει. Έτσι, υποτάχτηκε στη μοίρα του και άρχισε να το χωνεύει.
-Τονε ματιάσανε το λεβέντη μου, είπε η Βεσσαρία ακολουθώντας τον για να τον ξεματιάσει…
-Για ιδές νιάτα, σα πινιάτα, μουρμούρισε η Μαριάννη και πέταξε την τσίπα της στη Βάνθω να κατεβούνε στην αυλή να μπούνε στο χορό.
Σε λίγο, όλοι οι συνδαιτημόνες είχαν παρατήσει το τραπέζι και χόρευαν στην αυλή, εκτός από το νιόφοτο που τράβηξε για τα χωράφια. Ο Ντίνος για να πάρει αέρα και να αρχίσει να το συνηθίζει, και η Βεσσαρία για να τον διπλαρώσει.
-Σα τηνε ιδείς νύχτα μές στο σκοτάδι λαβοκατ’νάς! Είπε γελώντας η Δημήτρω.
-Καλά που΄ναι τούφλα και δε χωρίζει τη μύτη του, απάντησε η Μαριάννη.
- Τούφλα ξετούφλα, λίγο έλειψε να πάμε πίσω με τα χέρια αδειανά, τους μάλωσε η Καλέργα, με υπόκρουση το τραγούδι που γέμιζε την αυλή του αρχοντικού του Δεσσέα:
« Αυτά τα μάτια τα γλυκά, πουλί μου που τα βρήκες
και με αυτά με πλάνεψες και σκλάβο σου με πήρες»…

Οι τέσσερις προξενήτρες κοιτάχτηκαν με νόημα και έσκασαν στα γέλια.

-Άιντε και στ’ αποδέλοιπώνε, φώναξε η Καλέργα κουνώντας το μαντήλι σέρνοντας το χορό, έχοντας ήδη ξεκινήσει να σκέφτεται ποιο θα ήταν το επόμενο θύμα τους…  
Όσο για το ζευγάρι, έκαμε την ανάγκη φιλότιμο και με τον καιρό περάσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.