-Τι κάνεις ορέ Μάσο ντερμπεντέρη; Ρώτησε ο Τσίλιας, ένας συμπαθέστατος ψαράς από την πάνω γειτονιά. Και πώς είσαι συλλοϊσμένος σα τη Μεγάλη Παρασκευή;
- Τι κάνω; Καμωτήρες… Απάντησε ανόρεχτα ο Μάσος. Εντέσανε τα δίχτυα μου εψές κι ήφερα απάνου τα μ’σά. Και ευτήνα γομάτα τραγάνα και ψαλίδες που εβοσκάανε απάς σε κάτι μαγιαρισμένα βρώμια γατσουλίνια. Εκατέλωσε ο τόπος σαν εξενερώσανε. Δε μας άφ΄κε ο γραίος να πάμε να τα σκώσουμε στ’ν ώρα τσου και μείνανε κάτου τρεις μέρες. Επολυκαιρίσανε. Τι επερίμενες; Χάιντε τώρα να τα ματαφκιάσεις… Σόκορα, βολυμόσκοινα, φελά και βέβα, χέρια να τα μπελονιάζ’νε…
-Μεγάλο πράμα ευτό αδερφέ μου. Το ’χεις το δίκιο σου να νείσαι σκασμένος. Αλλά και ποιος δεν έχει πάθει τέτοια δεμάνκα… Μη σε γνοιάζει όμως, και τώρα που θα ροβολήσω στου Πάκη το καπελιό, θα μαζώξω τσ’ καλύτερους και θα τα μπαλώσ’με γλήγορα. Σαΐτες και σπεδόνι νάιλον και απ’ ούλα τα ρέστα, έχ’με ούλοι στα σπίτια μας. Λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, θα τα μαζώξ’με. Κανόνισε το απόγιομα να αδειάσεις την αυλή σου από τη σαβούρα και θα μαζωχτούμε να κάμ’με δ΄λειά. Ως να κάτσει ο ήλιος θα τα’ χ’με ξεπετάξει τα μ’σά. Μόνο πες στη κυρά σου να κάμει κ’μάντο για κάνα κρασομεζέ να πάρ’με ανάκαρα και σβίδο, είπε ο Τσίλιας και χωρίς να περιμένει να πάρει τις ευχές του Μάσου, βιάστηκε να… χτυπήσει κάρτα κάτω απ’ την κληματαριά του Πάκη του Ανεμούρχου.
-Μαριώωω, ε Μαριώωω, φώναξε ανυπόμονα ο Μάσος ανηφορίζοντας το σοκάκι που οδηγούσε στο σπίτι του. Απάντησα στο δρόμο το Τσίλια το Μορόνα και μου’ πε- να’ ναι καλά ο άνθρωπος- πως θα με βοηθήσει να μαγκουφιάσουμε τα δίχτυα. Σύρε να κρίνεις τση Τασάς και τση Λένης να πάτε να τα φέρ’τε στα κεφάλια σας. Τ’ απόγιομα θα κοπιάσει ούλη η παρέα να τα μπαλώσ’με.
-Α κειό θα κατελώσ’με αν τα φορτωθούμε στα κεφάλια μας. Θα μας κάτσει η μύγα και θα μας στραβώ’σνε οι τσούχτρες κι οι σερσέλοι. Απάς σε δαύτα βόσκ΄νε ψαλίδες και σαλιώρες, διαμαρτυρήθηκε εκείνη με έντονο τρόπο.
-Να βάλτε χοντρές ποδολόες και να τυλίξτε τη μ’σούδα σας με τσίπες μπαμπακερές. Τι θέλεις να σ’ κάμω γω; Ποιος θα τα φέρει; Μοναχά τσου θα να’ ρτουνε απ’ τον Αθερνό; Είπε περνώντας στην αντεπίθεση.
-Να πεις του παππά να μας δώκει το γαϊδούρ’ του να τα ζαλικωθεί, δίχως να τραβήξ’με εμείς ευτό το μαρτούριο, απάντησε η Μαριώ.
-Πολύ σε καλομαθαίνω μ’ κάζει. Καλά, θα το χαλέψω αλλά θα το΄χω υποχρέωση κι απέ. Κι ο παππάς δεν αλησμονάει… Μ ένα σωρό αστακούδια και λύρες θα τονε πλερώσω, είπε και σηκώθηκε να πάει προς το σπίτι του ιερέα. Α, και μη το ξεχάσω, μόλις έρτεις απ’ τον Αθερνό να φκιάσεις κάνα μεζέ για τσ’ ανθρώπους που θα να’ ρτουνε.
-Άλλη δ’λειά θα μ’ βάλεις να κάμω; Τι μεζεδολογάς; Τι να φκιάσω δ΄λαδή; Ποιοί θα νά’ ναι;
-Δε φτάνει που θα’ ρτουνε για βοήθεια, γρούζεις κι αγουπάνθενε…
-Λέγε πόσοι θα’ ναι για να κάμω κ’μάντο μη γέν’με γέλιο…
-Πέντε νοματαίοι. Ο ένας θα’ ναι ο Τσίλιας είπαμε.
-Καλά, ευτός είναι λιανομάρ’δο, δε λογιέται για στόμας. Δε τρώει τίποτα, μονάχα πίνει σα γρόμπια λ’θιά. Δε θα’ ναι καένας φαγανότερος;
-Η παρέα του θα να’ ναι ούλη μ’ κάζει. Ο Πάνος ο Λουρίτης, ο Βεσσαρίας ο Μπούφος, ο Ζώης ο Αγλύκαντος κι ο Κώτσος ο Ανετσίτωτος.
-Ο Κώτσος ο Ανετσίτωτος; Ευτόνε τι τον ήθελε αντάμα; Ευτός μανούλα μου για να τσ’τώσει θέλει δέκα οκάδες καλαμπόκι βρεμένο με θάλασσα. Δε τονε θυμάσαι επέρσι όπου δεν επρόκαμε άλλος ν’ απλώσει μόλις ήφερα όξου τ’ λαχανόπ’τα κομμένη στην απλάδαινα; Τα κατά’νε τα φελιά σα χαπάκια. Χαψά και φελί.
-Και τι να κάμω τώρα; Για βοήθειο έρχεται ο άνθρωπος. Πώς να τ’ πω να μην έρτει;
-Τσώπα και θα τονε συγυρίσω. Σαν ΄ρτει η ώρα για το φαΐ θα μ’ αφήκεις να κάμω κ’μάντο ’γω, γιατί αλλιώς δε θα προκάμει ν’ αμολύψει καένας σας. Μο’ λεγε η τσατσά του η Βγενιά πως σα φουρνίζει τ’ λαδόπ’τα, τη φ’λάει απόξου σα σκοπός με το σούδαβλο για δαύτονε, μη τηνε ρ’μπώξει άψ’τη. Νια βολά που την έπιασε κατουρλιό κι έφυε, ευτός ο αλειτρούητος επέταξε τ’ λαμαρίνα που’ χανε για βούλωμα στο φούρνο για ώρα για μομέντο, κι έφαε το χαλβά δελέγκου ούλονε, νερ’λόνε κι αστάλωτόνε ακόμα. Εγίν’κε μέσα του μπλάνα … Πώς τονε μπατάρ’σε, ένας Θεός το ξέρει. Επήε να τονε σκοτώσει η Βγενιά γιατί είχανε πανηγύρι κι επερ’μένανε κόσμο να τρατάρ’νε και θα τσ’ πέφτανε τα μούτρα. Και κειός, αντίς να ντραπεί, εδ’πλώθ’κε στα δύο κι αρχίν’σε να βογγάει κάτω απ’ την απ’διά τσ’ αυλής. Η τσάτσα του εσκιάχτ’κε πως ο χαλβάς το’ καψε τ’ άντερα, και φώναξε βοήθεια για γιατρό. «Τι γιατρό μωρή; Ένα μπ’κούνι ψωμί φέρε μου και μ’ έπιασε λ’γοψ’χιά!» τσ’ είπε ο ακλερονόμ’στος… Πώς δε το’ καμε λιάπα το κεφάλι με το σκορδοκοπάνι απ’ τ’ φούρκα τση…
-Να βράσεις κάνε το δρόγγο με πατάκες πολλές και να του δώκεις κι εκειά τα σπερνά τα ψεσ’νά, προτού βγάλεις όξου τα μεζεκλίκια. Όσο να πεις θα στ’μπώσει.
-Μωρέ είναι Άδης. Δε παίρνει χαμπέρι από τέτοια. Και πριονίδι να του ρίξω μέσα, δε γιομώζει η πατσά του. Άσε και θα στονε συγυρίσω, είπε και έφυγε να φωνάξει τις γειτόνισσες, για να πάνε με το γάιδαρο στη βάρκα να φέρουνε τα δίχτυα.
…Η ώρα πέρασε, και τα δίχτυα απλώθηκαν γύρω γύρω στο πεζούλι της αυλής. Η παρέα ακούστηκε να’ ρχεται κεφάτη από κάτω απ’το στενό του Νιάγκα μετά τον απογευματινό καφέ, κουβαλώντας μαζί τα χρειαζούμενα εργαλεία και υλικά για τη δουλειά.
Οι πέντε φίλοι, αφού έβγαλαν τα παπούτσια τους, κάθισαν χάμω πιάνοντας τα πόστα τους και άρχισαν το μπάλωμα.
-Ορή κοπέλα τι’ ναι ευτό που μου’ σπασε τη μύτη μέσαθε; Είπε σε μια στιγμή ο Κώτσος ο Ανετσίτωτος.
-Καρτέρει μπάρμπα Κώτσο και θα’ ρτει η ώρα τσου, αποκρίθηκε η νοικοκυρά.
-Πολύ γλώζος είσαι μπάρμπα. Ακόμα δεν εκάτσαμε και το νου σου τον έχεις στο φαΐ, του έκανε την παρατήρηση ο Πάνος.
-Έκρινε ο… Λουρίτης! Κάγχασε εκείνος. Πούθε το’ χεις τ’ όνομα μαθές… Άσε κανέναν άλλονε να κρίνει για αφ’σκιά! Απάντησε ο μπάρμπα Κώτσος θιγμένος…
-Μωρέ σε ξέρ’με απ’ την όρτη κι απ’ την ανάποδη, είπε ο Πάνος, κοιτάζοντας με νόημα τον Τσίλια.
-Τσώπα γιατί θα πετάξω τη σαΐτα όθε σώνει το χέρ’ μου και θα φύβγω εδώθε…
-Σιγά μη φύβγεις και χάσεις τη σκωταριά που τηγανίζει η Μαριώ και τη κολοκυθόπ’τα που εφούρνισε… είπε ο Ζώης ο Αγλύκαντος στρέφοντας όλα τα βλέμματα πάνω στον Ανετσίτωτο.
-Καλά ορέ παιδιά, δεν είπαμε και τίποτα, είπε εκείνος. Σιγά μη φύβγω και προσβάλω τη νοικοκυρά οπό’ καμε τόσο κόπο να μαερέψει, τόνισε προκαλώντας τα γέλια της παρέας.
Σε λίγη ώρα, το έργο της αποκατάστασης των διχτυών είχε προχωρήσει αρκετά με τα χωρατά και τα πειράγματα. Το μυαλό του μπάρμπα Κώτσου όμως ήταν στους μεζέδες, όσο κι αν προσποιούταν.
-Δε κάν’τε ένα διάλειμμα τώρα να πάρ’τε ένα κρασάκι με λίγο μεζέ; Πρότεινε η οικοδέσποινα προβάλλοντας στην πόρτα.
-Κάτσε να τελειώσουμε πρώτα κιαπέ, είπε ο Βεσσαρίας.
-Γι’ αυτό σ’ είπανε Μπούφο, του όρμηξε ο Κώτσος. Μωρέ βόιδι- ακούς να λέει το βόιδι πο’ χει ένα χιλιάρ’κο το κιλό- άμα κρυάνει η σκωταριά γένεται ξύλο ξερό κι αρούκανο, πρόσθεσε με αγανάκτηση. Φέρε καμάρω μου να αμολύψουμε κι αν δε θέλει ευτό το μοσκάρι άστονε κιπαέ να αγλείψει τη γαδένα.
-Έρχομαι μπαρμπα Κώτσο, ακούστηκε η φωνή της Μαριώς. Και σε λίγο φάνηκε στην πόρτα συνεπικουρούμενη απ’ τη Λενιώ. Κάτσ’τε να στρώσω το μεσάλι.
-Για μεσάλια είμαστε τώρα; Πετάχτηκε ο Ανετσίτωτος.
-Προκαμίσου δα, τον έκοψε ο Τσίλιας. Κάτσε να πιούμε ένα μπρινιόγκο να μας ανοίξει η όρεξη.
-Η δική μου είναι βεράνι, τού απάντησε απότομα, σκορπίζοντας το γέλιο στην αυλή.
Στο μεταξύ οι γυναίκες είχαν στρώσει το τραπεζομάντιλο πάνω σε μια ψαροκασέλα και μοίρασαν πιρούνια για όλους. Ύστερα, μπήκαν στην κουζίνα και βγήκαν με έξι πιάτα με μεζέδες ακουμπώντας τα μπροστά από τους άντρες.
-Αυτό για σένα μπάρμπα Κώτσο, αυτό για τον Βεσσαρία, ετούτο για τον Ζώη, το άλλο για τον μπάρμπα Πάνο, εκειό για τον Τσίλια κι ετούτο για τον άντρα μου.
Ο Κώτσος, γούρλωσε τα μάτια του. Όταν συνήλθε απ’ την πρωτόγνωρη τούτη κατάσταση, άρχισε να φωνάζει:
- Και πού’ ναι η λίμπα με τη σκωταριά; Τι πιατέλα είναι τούτα που βάλατε μπροστά μας; Φέτρε τη γαδένα μες τη μέση κι ασήτε τα αυτά τα ξενωτικά…
-Μερασμένο φαΐ, αναπαμένο μάουλο μπάρμπα, είπε η Μαριώ κυνικά. Κι εκείνος, την κοίταξε λες και κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά του.
Όσο για τους υπόλοιπους, ακόμα γελάνε …