Ο παππούς, σφίγγοντας τη ροζιασµένη µαγκούρα του, συνέχισε να διηγείται στο διψασµένο παιδί την ιστορία του γίγαντα:
Ο Βρόντης που λες γιόκα µου, σαν δει απ’ τη βίγλα του πως τα χωράφια ξεράθηκαν και τα ποτάµια άρχισαν να στερεύουν, µπαίνει φουριόζος στη σπηλιάπου έχει για αποθήκη και ξεκινάει να βγάζει τα βαρέλια του έξω ένα-ένα. Επειδή όµως είναι βαριά και µεγάλα, τα κυλάει πάνω στα σύννεφα κι έτσι ακούµε εµείς τούτες τις φοβερές βροντές και τα µπουµπουνητά.
Αν είναι νύχτα, για να βλέπει το δρόµο του, αρπάζει µια χούφτα αστέρια µε τη χερούκλα του και τα κρεµάει στα γένια του για φανάρι.