Όλα

Τα περιστέρια και τα παιδιά

Τα περιστέρια και τα παιδιά

Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.

Τα μικρά αγγελάκια κατέβασαν από τα ράφια τα μεγάλα χοντρά βιβλία και τ’ απόθεσαν στο συννεφένιο τραπέζι. Πήραν μολύβια και γομολάστιχες κι ήταν έτοιμα να γράψουν και να σβήσουν.

Ο Θεός ρωτούσε, οι άγγελοι απαντούσαν.

– Ανοίξτε τη σελίδα της προόδου. Πώς πάνε οι άνθρωποι;

Συσσίτιο

Συσσίτιο

[ Στα χρόνια της Κατοχής, 1941-1944, στην Αθήνα. ]

Έγινε ακριβώς έτσι, όπως το ’λεγε ο Γιάννης κι ο Αχιλλέας […]. Γέμισαν τα ντουβάρια με μεγάλα κόκκινα και πράσινα γράμματα –πού και πού έβλεπες και μπλε– κι όταν η Αθήνα ολόκληρη είχε γίνει ένα απέραντο αλφαβητάριο, τότε κουβάλησαν στα σχολεία κάτι τεράστια μαύρα καζάνια.

Οι βόλοι

Οι βόλοι

[ Ο Αντώνης και τ’ αδέρφια του (η Αλεξάνδρα, η Πουλουδιά και ο Αλέξανδρος) περνούν το καλοκαίρι στο αρχοντικό των θείων τους στην Καστέλα, στον Πειραιά. (Γύρω στα 1900.) ]

Τι ωραία που ήταν η ελευθερία στο βράχο της Καστέλας! Πουθενά δεν ήταν τόσο ψιλή η σκόνη, τα χαμόκλαδα πιο ξερά, τα κλαριά πιο εύκολα να τσακίσουν, οι πέτρες πιο πολλές, το χώμα πιο πλούσιο από θησαυρούς.

Σελίδες