Σ’ ένα μακρινό χωριουδάκι πέρα απ’ τα βουνά, ζούσε μια μάνα με τις τρεις κόρες της. Κάθε βράδυ, όταν τελείωναν τις δουλειές τους, μαζεύονταν κοντά στη φωτιά του τζακιού κι έγνεθαν μαλλί. Η μικρότερη κόρη, η Μάρω, καθόταν σχεδόν μέσα στο τζάκι, επειδή ήταν μικροκαμωμένη και κρύωνε πολύ.
Γι’ αυτό οι αδερφές της της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Σταχτομάρω».
Οι δυσκολίες της ζωής είχαν κάνει τις δυο μεγαλύτερες κόρες άγριες στη συμπεριφορά, απότομες και βίαιες. Μιλούσαν άσχημα στη μάνα τους και δε χώνευαν καθόλου τη μικρή τους αδερφή, τόσο εξαιτίας του πρόσχαρου και ήρεμου χαρακτήρα της, αλλά κυρίως επειδή ήταν όμορφη και δροσερή, παρά τις τόσες κακουχίες. Την κορόιδευαν με την πρώτη ευκαιρία και δεν ήταν λίγες οι φορές που την έκαναν να κλαίει με λυγμούς στην ποδιά της μάνας της, όπου κατέφευγε για παρηγοριά.