«Και δε μου λες κοπελιά, η φέτα ετούτη, είναι σίγουρα Καλαβρύτων;» τσίριξε τσαμπουκαλεμένη η γριά, ανασηκωμένη στα νύχια των ποδιών της, ώστε να φτάνει να δει πίσω απ’ τον πάγκο των τυριών την ταλαίπωρη πωλήτρια, που προσπαθούσε να καταπιεί την αγανάκτηση απ’ τα καψώνια στα οποία την υπέβαλε η υπέργηρη ευτραφής κυρία.
«Άει να χαθείς από μπροστά μου παλιοθερμοσίφωνα» σκέφτηκε η αποκαλούμενη «κοπελιά», -παρότι τα είχε τα χρονάκια της- και με μια κίνηση επιβεβλημένης επαγγελματικής δεοντολογίας, πρόσφερε κάπως απειλητικά ένα κομμάτι φέτα, καρφωμένο στην άκρη ενός μαχαιριού, στη δύσπιστη πελάτισσα για την απαραίτητη δοκιμή.
Η βραχύσωμη υπερήλιξ με αντανακλαστικά σκούνας, πήρε το δείγμα και το εναπόθεσε με ευλάβεια στις μυλόπετρες της μασέλας της, δίνοντας στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο μια έκφραση συγκρατημένης ευδαιμονίας. Ανάμεσα απ’ τους παφλασμούς, τις χασμωδίες και τα πλαταγίσματα που ξεπηδούσαν από τη μπάντα που έκρυβε στο στόμα της, κατόρθωσε να αρθρώσει με μια τσιριχτή φωνή την επιθυμία της για μισό κιλό φέτα, μιας και τελικώς, τη βρήκε περίφημη.
Στο μεταξύ, πίσω της, είχε σχηματιστεί μια μεγάλη ουρά πελατών, που στωικά περίμεναν τη σειρά τους και υπέμεναν την παραξενιά της γριάς με ολοένα και αυξανόμενη δυσφορία. Η τελική έκβαση του «δρώμενου», με τη συγκατάθεση της τελευταίας να αγοράσει λίγο απ’ το τυρί, άφησε ένα βουητό ανακούφισης να διαχυθεί γύρω απ’ τα ψυγεία του super market, κάνοντας την πρωταγωνίστρια να γυρίσει πίσω, ψάχνοντας την αιτία της ομαδικής επιδοκιμασίας. Χωρίς να πάρει χαμπάρι τίποτα, έβαλε τη σακούλα στο καρότσι της και τράβηξε αργά- αργά για τους χαλβάδες.
Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα και προβλέποντας το τι θα επακολουθούσε εκεί, με νωπή στ’ αυτιά μου την εντολή της πεθεράς μου για «χαλβά με φιστίκι και γρήγορα», επιχείρησα να χωθώ από δίπλα παίρνοντας το προβάδισμα. Λογάριαζα όμως χωρίς την… ξενοδόχο, η οποία με κατακεραύνωσε με το γνωστό κλισέ, περί της νεολαίας που δε σέβεται τίποτα και με τρόπο επιδεικτικό άλλαξε τον τόνο της φωνής της, απευθυνόμενη στον αρμόδιο νεαρό : «Ένα τέταρτο χαλβά με κακάο και να τον δοκιμάσω παρακαλώ»… Ο λευκοντυμένος υπάλληλος, της πρόσφερε ένα μικρό κομμάτι απ’ το χαλβά και η γριά άρχισε να το πιπιλάει βγάζοντας απόκοσμους ήχους και κρότους υπόκωφους, ώσπου ξαφνικά διέκοψε τη συντελούμενη ιεροτελεστία και απευθύνοντας στο νεαρό ψευδίζοντας, μια αιχμηρή μομφή για την αξιοπιστία του, είπε: «Με γέλασες παλιόπαιδο! Σου ζήτησα εγώ χαλβά αμυγδάλου; Με κακάο σου είπα. Κουφός είσαι ή χαζός;».
Το παιδί, προσβεβλημένο μπροστά σε τόσο κόσμο που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον το πικάντικο γεγονός, δικαιολογώντας μέσα του το Ρασκόλνικωφ, προσπάθησε να εξηγήσει με κόσμιο τρόπο στη γιαγιά, ότι ο χαλβάς που της έδωσε να δοκιμάσει ήταν αυτός ακριβώς που ζήτησε, εισπράττοντας όμως την αποστομωτική όσο και αηδιαστική «εμπράγματη» απάντηση της γριούλας, η μισή από την οποία δόθηκε προφορικά και η άλλη μισή βρισκόταν φρεσκοφτυσμένη στην παλάμη της:
«Και αυτό το αμύγδαλο τότε πού βρέθηκε στο στόμα μου αναιδέστατε;», απάντησε με θριαμβευτικό στόμφο, κοιτάζοντας τον εμβρόντητο νεαρό. «Μα αυτό δεν είναι αμύγδαλο κυρία μου. Μου μοιάζει για δόντι!», την έκοψε εκδικητικά ο υπάλληλος, κάνοντας τη γριά να ανοίξει διάπλατα το στόμα της, εκθέτοντας σε κοινή θέα την τραυματισμένη της μασέλα…
Τη συνέχεια, τη φαντάζεστε…