ΠΙΝΙΜΑ

ΠΙΝΙΜΑ

-Ε μωρ’ κοπέλα δε κάνεις εδώ να νιφτείς που θα να’ ρτει ο γαμπρός να σε χαλέψει σε μομέντο; Είπε η Χρυσούλα στην κόρη της.
-Άσε με μπρε μανά κι ότι εσκόλασα. Τι γαμπρολογάς; Να ’πιθώσω τη σάκα μου και να φάου νια χαψά γιατί κι απέ θέλω να διαβάσω. Αύριο θα μας σ’κώσει Ιστορία και δε θέλω να με πελεκήσει με τη βίτσα ευτός ο τύραγνος που μας εστείλανε για δάσκαλο κάτω φτούθε. Μαθές είμαστε στην έκτη και μας βάνει πολλά διαβάσματα, απάντησε η Σπυριδούλα.
-Και τι να τα κάμεις τα μαθήματα ’σύ; Σου λέου πως ταχιά θα σε αρρεβωνιάσ’με σα ξεσκολίσεις, με το Λευτέρη το Χορμόβη…
-Γου τρομάρα μου τι μ’ ήβρε!!! Δε θέλω να παντρευτώ ακόμα! Είμαι κοπελούλα. Και τι να τονε κάμω σα μου τονε δώκ’τε; Δώδεκα χρονώνε θα πάρω άντρα; Κι ευτός ο Χορμόβης είναι κακονιός και γέροντας. Εμένα μ αρέσει ο Γληγόρης που κάθεται μπροστά μου στο θρανίο και μου δείχνει τα μαθήματα. Έχει και καλή λαστιχέρα και βαρεί κοτσύφια και κίχλες που μ’ τα δίνει να τα ψέν’με στο μπουχαρί. Αύριο μου’ πε πως θα μου δώκει ένανε καλογιαννά κι ένα κοκκινόκωλο. Ευτόνε έχω φίλο…
-Μωρή αγραγκελονιά, άσε το Γληγόρη που παίζει το βολάκι και στένει πλάκες κι αγκίστρια στη Κουτρούλα, και χάει να νιφτείς που θα’ ρτει ο χριστιανός να σε ιδεί. Αν έζηγε ο πατέρας σου δε θα μό’ βγανες τέτοια γλώσσα. Όχεντρα! Ε, όχεντρα! Επανήλθε η μάνα …μανιωμένη.  Άσε που θα τονε φέρει ο παππάς όπου τον έχει ανηψό κι είναι από σόι θεοσεβούμενο..
-Ωραίος παππάς είναι ευτός! Που βλογάει γερόντους να πλαένουνε με κοπελούλες… Είπε πικρόχολα η μικρή κι εξαφανίστηκε τρέχοντας.
-Τι φωνάζ’τε ορές κοπέλες; Ακούστηκε η φωνή της Κατερινιώς της γειτόνισσας που «έτυχε» να απλώνει τα ρούχα της και άκουσε την κουβέντα.
-Τίποτα! Τση λέου να ανοίξει την αγρασκελιά τση και να πάει δελέγκου να συγυριστεί που θα’ ρτει ο γαμπρός με τον παππά να τη χαλέψει, απάντησε η μάνα. Αλλά ευτήνη μου λέει πως έχει διαβάσματα…
-Να με σ’μπαθάει η αφεντιά σου Χρ’σούλα μου, αλλά δεν εξεσκόλισε ακόμα η καψερή. Πώς τηνε παντρολογάς απ’ τα δώδεκα; Είπε αγανακτισμένη η Κατερινιώ, ανοίγοντας διάλογο.
-Και γιατί παρακαλώ; Τόσες κοπέλες αρρεβωνιαστήκανε απ’ το χωριό σαν εξεσκολίσανε. Τι επάθανε; Εκάμανε τα παιδιά τσου μικρές κι είχανε ανάκαρα να γεροκομίσ’νε και τα πεθερικά τσου…
-Και δε πονεί η ψυχή σου να δώκεις ένα φιόρο σαν ετούτο, στα χέρια του Λευτέρη του Χορμόβη που επάτ΄σε τα σαράντα; Ευτός είναι γέροντας κι η κοπέλα σου εμπόρηγε να’ ναι θυατέρα του. Αν έζηγε ο άντρας σου θα να’ τανε μ’κρότερος από το γαμπρό…
-Ξέρεις και κρένεις… Εσύ έχεις σερνικά και πάνε στη τράτα απ’ τα δέκα τσου. Τρεις άντρες έχεις στο κονάκι σου και κ’βαλάνε αβέρτα.
-Άλλο κειό… Εγώ λέω για το πίνιμα που πας να κάμεις στη κοπέλα σου. Πώς θα πλαένεις το βράδυ που θα σκέφτεσαι ευτόνε το βρικόλακα να μαλιαφρίζει το παιδάκι;
-Θα’ ναι διαβασμένο στο κόνισμα και λιβανισμένο απ’ το παππά. Θέλημα θεού δε μολογιέται αμαρτία…
-Και σου’ πε ο Θεός να χαραμίσεις τη κοπέλα σου απ’ τα δώδεκά τση;
-Σα πολλά μας τα’ πες Κατερινιώ… Δε πας να ταΐσεις το γάιδαρο που’ ναι η ώρα του; Πάρε και νια σακούλα φλούδες που’ ναι κρεμασμένη στο πορτόνι κι άει στο καλό. Ευτήνη είναι δική μου ευθύνη και πολλά είπαμε. Επρόβαλε κι ο γαμπρός μου κάζει…
-Μωρέ νειάτα… Σα σανπιέρος είναι το παλιολάμπασμα… Κοίτα μη τονε χάσεις τέτοιο κελεπούρι…
-Είναι πολύ καλός και νοκοκύρης ξεματοχινός σε πληροφορώ…
-Και πώς δε τονε παίρνεις εσύ που’ σαστε και συνομόλικοι;
-Ντάπει ορή… Τι κ’βέντες είναι ευτές που λες; Έρχεται για τη κοπέλα. Τι να του πω; Να πάρει εμένα;
-Θέλεις να του το πω ’γω; Νια χαρά θα σο’ ρτει που σαι αγλύκαντη τόσα χρόνια. Και θα ξεραθυμίσεις, και θα γλιτώσει η κοπελούλα από δαύτονε… Από κουκί τηνε σώνουμε.
-Ε μωρή…. κάνει δα; Απάντησε η Χρυσούλα που έδειχνε να μην της φαίνεται και άσχημη η ιδέα της γειτόνισσας…
-Κάνει και παρακάνει. Θα τονε γεροκομήσεις και θα αφήκει στη Σπυρ’δούλα τη Κουτάβα και του Μάνη τα Γράβαλα. Άσε πο’ χει και σπίτι δίπατο με δυο κατώγια γιομάτα καπάσες με λάδι…
-Ντρέπομαι μωρή Κατερίνα και τα μούτρα του παππά…
-Μωρέ μούτρα… Που’ ναι  η μούκλα του μέχρι το πάτωμα απ’ το πολύ ξίγκι τση νηστείας… Άσε με σ’ λ’έου και τα κανονίζω γω μέχρι να φτεριάξει η μύγα…  Έμπα εσύ μέσα να συγυριστείς νια χαψά και κάνω γω την υποδοχή, της είπε σπρώχνοντάς την ταυτόχρονα προς τα μέσα στο σπίτι.

Στο μεταξύ, ο παππάς και ο υποψήφιος γαμπρός είχαν φτάσει και δρασκέλιζαν το πορτόνι.


-Καλησπέρα σας! Φώναξε ο Λευτέρης ο Χορμόβης καμαρωτός κι επίσημος, κρατώντας στο ένα του χέρι ένα χασαπόχαρτο με μισό κατσίκι και με το άλλο μια νταμιτζάνα με κρασί.
-Ο Θεός μαζί σας, συμπλήρωσε κι ο παππάς στρώνοντας τη γενειάδα του με τα απαλά του χέρια.
-Καλώς εκοπιάσατε. Κάτσ’τε στο τραπέζι εδώ πο’ χει ήλιο κι έρχεται η νύφη στο μομέντο, είπε η Κατερινιώ και έσπευσε να φέρει έναν μαστραπά με δροσερό νερό και να ξεφορτώσει το γαμπρό απ’ τα καλούδια που κουβαλούσε, μεταφέροντάς τα μέσα στο σπίτι. Έπειτα, βγήκε με δυο ποτήρια κι ένα καρτούτσο κρασί μαζί με μια πιατέλα με ελιές και παστές σαρδέλες. Αφού τρατάρισε τους μουσαφιραίους, μπήκε πάλι στο σπίτι.
-Πάου να τηνε φέρω παππά μου, είπε και σε λίγο πρόβαλε με τη Χρυσούλα καλοντυμένη και επίσημη.

Ο Λευτέρης μόλις  είδε τη «πεθερά», γούρλωσε τα μάτια του και στράφηκε στον παππά μπερδεμένος. Δε μπορούσε να καταλάβει αν ο ίδιος είχε παρανοήσει, ή ο παππάς του είχε στήσει τέτοια μηχανή. Από την άλλη, ο …άνθρωπος του θεού δεν άργησε να μπει στο νόημα.


-Ευτήνη είχαμε πει δα παππά μου; Εγώ σου’ πα για τη κοπελούλα, τη Σπυρ’δούλα, όχι τη Σούλα, τον ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Ποια κοπελούλα ορέ αντίχριστε; Δε ντρέπεσαι λίγο να θέλεις το βρέφος; Για τη Χρυσούλα ήτανε η κουβέντα που’ ναι χήρα σα τα κρύα τα νερά. Άσε που θα μείνεις απ’ ούλα ικανοποιημένος, του είπε ο παππάς κλείνοντάς του το μάτι κρυφά απ’ τις  δυο γυναίκες.
-Λοιπόν, η ώρα η καλή, συμπλήρωσε και άδειασε το ποτήρι του με θόρυβο, σκουπίζοντας τα γένια του με την ανάστροφη του χεριού του…

Ο Λευτέρης ένοιωσε να εγκλωβίζεται. Ο παππάς τον είχε ξεγελάσει; Δεν ήταν δυνατόν να είχε παρανοήσει τόσο πολύ. Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε ευλογήσει τέτοια «πινίματα» μεταξύ ανήλικων κοριτσιών και ανδρών κατά πολύ μεγαλύτερων στα χρόνια. Απλά, τώρα είχε βρει τη μαστόρισσά του και έκαμε την ανάγκη φιλότιμο, προκειμένου να αποκομίσει όσα περισσότερα οφέλη μπορούσε…


-Ας είναι παππά μου, καλή είναι κι ευτήνη, μουρμούρισε, αναθεωρώντας τη στάση του μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, αλλά και βλέποντας με… άλλο μάτι πια την καλοντυμένη και περιποιημένη Χρυσούλα.
-Ποιος είδε τον οξαποδώ και δε τονε σκιάχτηκε… Συμπλήρωσε ο παππάς με νόημα, θαυμάζοντας την καπατσοσύνη της Κατερινιώς…
-Και συ παππά μου όμως δε πας πίσω… Του απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα.

-Και στ’ αποδέλοιπώνε το λοιπόν, φώναξε η Σπυριδούλα που στο μεταξύ είχε επιστρέψει απ’ την πίσω πόρτα  και με μεγάλη της ανακούφιση είχε δει την απρόσμενη ανατροπή της παραλίγο τραγικής της μοίρας…