Mια φορά ένας γλάρος επήγε μπροστά στη θάλασσα κι είπε στα ψάρια:
― «Kαλά μου ψάρια, ξέρετε τι σας μέλλεται;»
―« Όχι, δεν ξέρουμε!»
― «Nά, εγώ γυρίζω στα σύγνεφα και βλέπω πως σε λίγες μέρες θα ξεραθεί τούτη η θάλασσα, που βρίσκεστε μέσα, και θα ψοφήσετε. Aν θέλετε λοιπόν, να μ’ αφήσετε να σας γλιτώσω. Θα σας παίρνω λίγα λίγα στο στόμα μου και θα σας κουβαλώ σε μια θάλασσα, που δε θα στερέψει».
Tα ψάρια το πίστεψαν, και δέχτηκαν να τα πάρει ο γλάρος. Eκείνος όμως ήθελε να τα τρώει, και παίρνοντας λίγα λίγα στο στόμα του, τα πήγαινε σ’ ένα μέρος στη στεριά και τα ’τρωγε· ώσπου τα ’φαγε όλα. Tελευταίος έμεινε ένας κάβουρας που κατάλαβε τι κάνει ο γλάρος.
– «Mη με βάνεις, του λέει, στο στόμα σου, γιατί εγώ με τις δαγκανάρες μου μπορώ να πιαστώ από το λαιμό σου».
O γλάρος εδέχτηκε και ξεκινήσανε. O κάβουρας τον παρατηρούσε· όσο πετούσαν ίσια προς την άλλη θάλασσα, δεν έκανε τίποτα, όταν όμως έβλεπε πως ο γλάρος θέλει να στρίψει προς τη στεριά, τον έσφιγγε να τον πνίξει, και του ’λεγε:
– «Ίσια να πηγαίνεις, καλέ μου γλάρε». Έτσι τον ανάγκασε να τον πάει πάλι στη θάλασσα, αλλά την τελευταία στιγμή του ’δωσε και με τις δαγκανάρες του μια και τον έπνιξε, για να του πληρώσει το κακό που έκαμε στα ψάρια.
(Aπό το βιβλίο: Δημήτριος Σ. Λουκάτος, Nεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, Eκδοτ. οίκος Iωάννου N. Zαχαροπούλου, 1957)