Ήτανε μια φορά ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα κι είχανε κι ένα γιο. Όσο ήτανε ο βασιλιάς κι βασίλισσα καλοί άνθρωποι, τόσο ήταν ο γιος διαστραμμένος. Μέσα στο ίδιο το παλάτι καθότανε και ο βεζίρης του βασιλέα κι είχε κι αυτός ένα γιο. Όσο το βασιλόπουλο ήτανε κακό και άσχημο τόσο το βεζιρόπουλο ήτανε όμορφο και καλό. Εκοίταζε το βασιλόπουλο με τι τρόπο να καταστρέψει το βεζιρόπουλο. Μια μέρα βγήκε το βεζιρόπουλο με το δάσκαλό του στο κυνήγι. Εκεί που πήγαινε, βλέπει χάμω ένα πολύ όμορφο φτερό, χρυσό· λέει του δασκάλου του. «Ναν το πάρω το φτερό, δάσκαλε, που ’ναι τόσο όμορφο; ― Τι να σου πω, παιδί μου! αν το πάρεις θα μετανοήσεις, κι αν δεν το πάρεις πάλι θα μετανοήσεις. ― Ε, λέει το παιδί· ας το πάρω κι ας μετανοήσω, αφού είναι τόσο όμορφο». Εκατέβηκε από τ’ άλογό του, το πήρε και το ’βανε στο κεφάλι του. Το βασιλόπουλο ήτανε ανεβασμένο στο παλάτι ψηλά απάνω στο κιόσκι, κι είχε κιάλια και κοίταζε κατά τα βουνά. Έτυχε να πέσουν τα κιάλια του σ’ ένα πράμα που έλαμπε στον ήλιο σαν διαμαντικό… δεν ήξερε κι εκείνος τι να ’ναι· κοιτάζει καλύτερα και βλέπει το βεζιρόπουλο, που είχε στο κεφάλι του ένα χρυσό τζελέγκι* σαν ένα μεγάλο φτερό. ― «Μπρε! το διάβολο! λέγει, πού το εύρε αυτό, εγώ είμαι βασιλόπουλο κι ο μπαμπάς μου βασιλέας και δεν έχω τέτοιο πράμα. Σαν έρθει στο παλάτι θαν του το πάρω». Εγύρισε το παιδί στο παλάτι με το δάσκαλό του. Μηνάει να πάει ευτύς απάνω το βεζιρόπουλο που τον θέλει. Του λέει· ― «Τι ήταν εκείνο που φόραγες στο κεφάλι σου κι έλαμπε σα διαμαντικό; ― Τίποτις, ένα φτερό», είπε το παιδί. ― Φτερό! άιντε, πήγαινε, φέρ’ το να το ιδούμε». Κατεβαίνει το βεζιρόπουλο κάτω στην κάμαρά του, παίρνει το φτερό και το πηγαίνει του βασιλόπουλου και του λέει ― «αφού σ’ αρέσει πάρ’ το, βασιλόπουλό μου». ― «Μπα! τι ναν το κάμω το φτερό, να πά να μου φέρεις το πουλί που ’χει τέτοιο φτερό, κι αν δε μου το φέρεις το πουλί, δε χωρείς μέσ’ στο παλάτι». Πάει το βεζιρόπουλο κάτω στην κάμαρά του κι άρχισε να κλαίει και να βλαστημάει την ώρα που πήρε το φτερό απ’ το δρόμο. Εκεί που έκλαιγε, ήρθ’ ο δάσκαλός του. ― «Τι έχεις, παιδί μου, και κλαις; ― Τι να ’χω, δεν ήτανε καλύτερα να σ’ ακούσω να μην πάρω το φτερό!» Του είπε το και το, και πως πρέπει τώρα να εύρει το πουλί που είχε το φτερό, αλλιώς θα τον διώξει απ’ το παλάτι! Του είπε τότες ο δάσκαλός του· ― «Άσ’ τα κλάματα και πάμε να βρούμε τον πατέρα σου να ιδούμε τι θα κάμομε». Τότες αποφασίσανε να πάρουν κάμποσα τουλούμια κρασί και να πάνε σε μια μεγάλη στέρνα πού ’πιναν τα πουλιά νερό, που εγνώριζε ο δάσκαλός του. Επήραν το κρασί και πήγαν σ’ εκείνη τη στέρνα και άνοιξαν τη στέρνα και γύρισαν το νερό για να μην τρέχει άλλο μέσα και άδειασαν απ’ τα τουλούμια το κρασί μέσα κι επήγαν μακριά και κοιτάζανε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και άστραψ’ όλος εκείνος ο τόπος. Τι να ιδούνε! βλέπουν έναν ωραίο αητό που ήρθε στη στέρνα να λουστεί και να πιει, επήγε ήπιε και πάλι σηκώθηκε ψηλά και πάλι κατέβηκε κάτω, ήπιε πάλι κρασί, ύστερα κάνει να ξεπετάξει και δεν ημπόρεσε. Δε χάνει καιρό ο δάσκαλος, τρέχει κι αρπάζει τον αητό. Τον φέρνει στο παιδί, τον παίρνουνε, πάνε στο παλάτι.
Η βασίλισσα των Γοργόνων ήτανε βγαλμένη περίπατο και σα γύρισε της λένε, πως τον μεγάλο χρυσό αητό τον πιάσανε και τον πάνε στο παλάτι. Απ’ το θυμό της βγαίνει το λουρί απ’ τη μέση της και του δίνει μια και το πετάει και τρέχει στο παλάτι της και κλείνεται μέσα, γιατί τον αγαπούσε πολύ.
Ας αφήσουμε τώρα τη βασίλισσα των πουλιών κι ας πάμε στο κακό βασιλόπουλο. Τον φέρανε τον αητό στο βασιλόπουλο· ευχαριστήθηκε για τον αητό, αλλά δυσηρεστήθηκε για το βεζιρόπουλο που μπόρεσε να πιάσει τον αητό.
Πέρασαν κάμποσες ημέρες· το βεζιρόπουλο, για ν’ ανασάνει, επήρε το δάσκαλό του, και πήγε πάλι στο κυνήγι· μπαίνοντας σε κάτι λαγκάδια είδε ένα πράμα και γυάλιζε. Λέει «τι πράμα είναι τούτο; ας πάω κοντά να ιδώ». Πάει κοντά, τι να ιδεί! ένα λουρί βουτημένο στα διαμάντια και στα μαργαριτάρια κι απάνω στο λουρί ζωγραφισμένα με μαργαριτάρια ψάρια και γοργόνες.
Το παίρνει, τρέχει στο δάσκαλό του και του λέει· ― «Κοίταξε, δάσκαλε, τι ευρήκα! να το πάρω ή να μην το πάρω; ― Τι να σου πω, παιδί μου; κι αν το πάρεις θα μετανοήσεις κι αν δεν το πάρεις πάλι θα μετανοήσεις. ― Ε, ας το πάρω αφού είναι τόσο όμορφο και ας μετανοήσω». Το πήρε, το ζώστηκε στη μέση του και ξεκίνησε να πάει κατά το παλάτι. Το βασιλόπουλο πάλι από το κιόσκι τον είδε. ― «Μωρέ! λέει, τι είναι κείνο που φοράει πάλι στη μέση του! σαν έρθει θαν του το πάρω». Ήρθε στο παλάτι το παιδί, δίπλωσε το λουρί και το ’βανε στην κασέλα του. Το βασιλόπουλο εμήνυσε να πάει απάνω το βεζιρόπουλο· του λέει, ― «Τι ήτανε εκείνο που φόραγες στη μέση σου; ― Τίποτα, ένα λουρί που ηύρα όξω εκεί που κυνηγούσα. ― Άιντε να μου το φέρεις να ιδώ τι λουρί είναι». Πάει το παιδί και φέρνει το λουρί απάνω. Το βλέπει το βασιλόπουλο. ― «Μπρε, λέει, φαντάζομαι την κυρά που είχε αυτό το λουρί τι πράμα θα είναι! Να πας χωρίς άλλο να μου την ευρείς και να μου τη φέρεις. ― Βρε αμάν βασιλόπουλο, πώς μπορώ να βρω την γυναίκα που το είχε αυτό να στην φέρω! ― Μπορείς, δεν μπορείς, πρέπει να πά να την φέρεις, αλλιώς θαν το μετανοήσεις». Πάει το βεζιρόπουλο πάλι κάτω, τρέχει στον πατέρα του και στο δάσκαλό του. ― «Πού μπορώ εγώ να βρω εκείνη που είχε αυτό το λουρί!
― Τι να σου ειπώ, παιδί μου, ή έπρεπε να μην το πάρεις ή αφού το πήρες έπρεπε ναν το κρύψεις. Τα κλάματα και οι φωνές είναι περιττές· να κοιτάξομε τώρα πού θα βρούμε αυτή την κυρά!» Πήρε το δάσκαλό του πάλι και έφυγε. Ψάχνανε από δω, ψάχνανε από κει να βρούνε κανένα σημάδι, τίποτις! Εκειδά που κοιτούσανε βλέπουν ένα ωραίο παλάτι και έξω απ’ την αυλή του παλατιού, είδανε μια ωραία αρχόντισσα που σεργιάνιζε ολομόναχη. Αυτή λένε θα ήτανε εκείνη που είχε το ζουνάρι. Δε χάνουνε καιρό, την αρπάζουν μια, την τυλίσσουν μ’ ένα επανωφόρι και την βαίνουν απάνω στο άλογό τους, κάθησε από πίσω και το βεζιρόπουλο και τη βάσταγε καλά να μη φύγει. Φώναζε εκείνη, εφοβέριζε. Τότες το βεζιρόπουλο, της λέγει, ― «Δεν φταίγω γω, το βασιλόπουλο μ’ έστειλε να πάρω πρώτα τον αητό κι ύστερα εσένα, αλλιώς θα μου ’κοβε το κεφάλι». Τότες εκείνη έσπασε τα μαργαριτάρια που ήτανε στο λαιμό της και τα επέταξε στο δρόμο απ’ το θυμό της. Την επήγανε στο παλάτι, την είδε το βασιλόπουλο, έχασε το νου του απ’ την ομορφιά της. Πήγε ο βασιλέας, της είπε, ότι θα γίνει βασίλισσα να πάρει το γιο του. Εκείνη είπε, δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τίποτα, αν δεν πάνε να μου φέρουν τα μαργαριτάρια που ’χασα στο δρόμο, να μη λείπει ούτε σπυρί. Φωνάζουνε το βεζιρόπουλο ― «Να πας γλήγορα να φέρεις το μαργαριτάρι που πέταξε η βασίλισσα, να μη λείπει ούτε ένα σπυρί». Κατεβαίνει το δυστυχισμένο το βεζιρόπουλο, λέει στο δάσκαλο: ― «Να πάμε να βρούμε το μαργαριτάρι και να μη λείπει ούτε ένα σπυρί». Πήγαν οι δυστυχισμένοι, ψάξαν από δω, από κει, τίποτις… στα τελευταία βλέπουν μια μερμηγκοφωλιά κι είχαν τα μερμύγκια βαλμένο το μαργαριτάρι γύρω γύρω στη φωλιά τους. Ευτύς το βεζιρόπουλο κατεβαίνει απ’ τ’ άλογό του, το μαζεύει όλο που δεν άφησε ούτε σπυρί. Το ’φερε στο παλάτι, το μετράει αυτή, είδε που δεν έλειψε ούτε ένα σπυρί. Τότες ευχαριστήθηκε και είπε. ― «Για να σε πάρω άντρα πρέπει να τιμωρήσομε εκείνον που μου ’καμε τόσα κακά. ― Πρόσταξε, βασίλισσά μου, λέει το βασιλόπουλο κι ό,τι τιμωρία ειπείς θα του κάμω, φτάνει μόνο να προστάξεις. ― Ν’ ανάψουν ένα φούρνο που να καίει εφτά μερόνυχτα και στις εφτά μέρες να τον ρίξουνε μέσα στο φούρνο να καεί». Αμέσως το βασιλόπουλο επρόσταξε ν’ ανάψουν ένα φούρνο εφτά μερόνυχτα. Φαντάσου πια τι λύπη που είχαν και το κακό, το βεζιρόπουλο, ο πατέρας του, ο δάσκαλος και όλοι, γιατί όλοι αγαπούσαν το βεζιρόπουλο. Μία μέρα η νέα βασίλισσα γύρεψε να πάει στη θάλασσα να περιπατήσει λίγο. Εκεί άρχισε και έλεγε έλεγε που δεν την καταλάβαινε κανένας, λόγια της σολομωνικής*. Της λέγει το βασιλόπουλο· ― «Τι λες; πού μιλείς τόσην ώρα και δεν καταλαβαίνω τίποτις; ― Κάνω την προσευχή μου». Το βασιλόπουλο δε μίλησε, μόν’ εγύρισε και πήγε στο παλάτι του. Ήρθαν οι εφτά μέρες, μα ο φούρνος δεν έκαιε, γιατί η βασίλισσα των Γοργόνων είπε στις Γοργόνες να κουβαλούν νερό να ρίχνουν μέσ’ στο φούρνο. Από μπροστά οι άνθρωποι του παλατιού βάζανε φωτιές και από πίσω αυτές τις σβήνανε. Ήρθαν οι εφτά μέρες, πήγαν κι έριξαν το παιδί στο φούρνο· τ’ άφησαν όλη τη νύχτα και την αυγή βγήκε ζωντανό. Απόρησαν όλοι που το είδαν ζωντανό και χαρά μεγάλη έγινε στο παλάτι. Τότες λέει το βασιλόπουλο. ― «Πες τώρα πότε θα γίνουν οι γάμοι μας. ― Μα έχουμε ακόμη να κάμουμε μια δοκιμή αν μ’ αγαπάς, του είπε αυτή. ― Εγώ αν σ’ αγαπώ! της είπε το βασιλόπουλο, τρελαίνομαι για σένα. Για την αγάπη σου δεν έβαλα να κάψουν τον καλύτερό μου φίλο; ― Δε φτάνει αυτό, του λέγει η βασίλισσα. Για το βεζιρόπουλο εκάψανε εφτά μερόνυχτα το φούρνο. Για σένα να κάψουν δυο ώρες μονάχα και να μπεις μέσα αν μ’ αγαπάεις, ειδεμή αν δεν το κάμεις αυτό, έχω τον τρόπο να φύγω και να πάω από κει που μ’ έφεραν». Τότες εκείνος τι να κάμει, επολέμησε να της γυρίσει τη γνώμη της, αλλά του κάκου· του είπε πως αυτή είναι η τελευταία της γνώμη. Τότε πια το βασιλόπουλο είδε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώτικα και φώναξε τους δούλους και είπε να βάνουν λίγα λίγα ξυλαράκια να μην καεί πολύ ο φούρνος. Τότες τον επήρε από το χέρι η βασίλισσα κι εκατέβηκαν κάτω. Επήγαν στους φούρνους και είδε το βασιλόπουλο πως είναι κρύος ο φούρνος. Τότες του είπε· ― «Έμπα μέσα νά! κρύος είναι ο φούρνος, δεν θα πάθεις τίποτε γιατί το έχω ευχή και κατάρα από τους γονέους μου, ο άντρας που θα με πάρει να μπει πρώτα μέσα στο φούρνο». Άμα μπήκε το βασιλόπουλο στο φούρνο, χτυπάει τα χέρια της αυτή, κι ευτύς εχύθηκε μια φοβερή φωτιά μέσ’ στο φούρνο που έκαμε το βασιλόπουλο σκούρμιο. Αυτή δε χάνει καιρό, βγαίνει από την αυλή, και πέρασε και πήγε στο περιβόλι που εκαθόταν σ’ ένα δέντρο από κάτω το βεζιρόπουλο.
Τον έπιασε απ’ το χέρι, χτύπησε τα παλαμάκια και ήρθ’ ένας σίφουνας και τους πήρε και τους δυο και τους πήγε ίσια στο παλάτι της.
Εκεί του είπε, ― «Συ που ήσαν άξιος και έκαμες τόσα πράματα, θα είσαι άξιος να βασιλέψεις με μένανε απάνω στις Γοργόνες και στα πουλιά, γιατί εγώ είμαι η βασίλισσα όλων των Γοργόνων και όλων των πουλιών. Εγώ επειδή σ’ αγάπησα πρόσταξα τις Γοργόνες και φέρανε νερό μέσ’ στο φούρνο που μπήκες συ, και όντας μπήκε το βασιλόπουλο φέρνανε φωτιά. Αν με θέλεις για γυναίκα σου, καλό· ειδεμή είσ’ ελεύθερος να πας πίσω στο παλάτι σου, στους γονέους σου». Τότες εκείνος έπεσε στα πόδια της και την επροσκύνησε και της είπε· ― «Όχι άντρας σου, αλλά και δούλος σου δέχομαι να γίνω που μου ’σωσες τη ζωή μου». Τότες λες και γέλασε όλος ο κόσμος! ευτύς αρχίσανε κελαηδούνε και όλα τα πουλιά κι έτσι την πήρε γυναίκα του. Φέρανε και το δάσκαλό του και τον πατέρα του και βασιλεύανε και βασιλεύουνε ακόμα και στις Γοργόνες και στα πουλιά. Και ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα.
* τζελέγκι: στεφάνι, κορώνα.
* σολομωνική: βιβλίο μαγείας.
(από το βιβλίο: Μαριάννα Γρ. Καμπούρογλου, Αθηναϊκά παραμύθια, Σύγχρονη εποχή, 1997)