Δώδεκα παιδιά έκαμε ο πατέρας μου. Εγώ ήμουνα το πρώτο και το πιο ζωηρό. Ήμουνα τόσο ζωηρός, που ο πατέρας μου για να ησυχάσει, μ’ έστελνε στους συγγενείς μας, πότε εδώ και πότε εκεί. Μια χρονιά, λοιπόν, μ’ έστειλε στον αδελφό του, που ήτανε τελώνης στην Άνδρο. Ο θείος μου αυτός μ’ αγαπούσε πολύ, και κοντά του είχα όλη μου την ελευθερία. Έκαμα, λοιπόν, τρέλες που άφηκαν εποχή. Τι μπάνια, τι βουτιές, τι μακροβούτια, τι λεμβοδρομίες, τι γαϊδουροκαβαλαρίες! Είχα σχηματίσει ένα γκρουπ από δέκα νεαρούς κι είχα γίνει αρχηγός. Όλη μέρα γυρίζαμε γυμνοί στη θάλασσα κι ανεβαίναμε στ’ αραγμένα καΐκια, κι από εκεί πηδούσαμε πάλι στη θάλασσα κι εχαλούσαμε τον κόσμο μέσα στο λιμάνι. Έπειτα κάναμε κολυμβητικούς αγώνες. Είχα εφεύρει κι ένα δικό μου αγώνισμα, που λέγαμε «κολυμβητική μετ’ εμποδίων». Το εμπόδιο ήτανε δυο κολοκύθες που ζώναμε στη μέση μας και μια σανίδα που ερυμουλκούσε ο καθένας μας, καθώς παράβγαινε με τους άλλους στο κολύμπι.
Μια μέρα ζωσμένος με τις κολοκύθες που είχα χρησιμοποιήσει στους αγώνες, ανέβηκα σ’ ένα καΐκι, επροχώρησα έως την άκρη του μπαστουνιού, κι επήδησα στη θάλασσα. Πλαφ! Εκείνη τη στιγμή έτυχε να περνά από κάτω ένα δελφίνι, κι εγώ βρέθηκα καβάλα! Παίρνει δρόμο το δελφίνι, κι εγώ γαντζώνομαι καλά απάνω του, για να μη με ρίξει. Έως εδώ τα πράγματα πήγαιναν περίφημα, αλλά ξαφνικά το δελφίνι βουτάει και με τραβάει μαζί του στο βυθό. Ευτυχώς οι κολοκύθες δεν το άφησαν να μείνει πολύ κάτου από το νερό, κι έτσι ξαναβγήκαμε πάλι στην επιφάνεια και δεν έπαθα ασφυξία.
– Και τώρα τι γίνεται; αναρωτήθηκα.
Μα όσο να σκεφτώ το δελφίνι είχε πάρει δρόμο κι εβγήκε απ’ το λιμάνι κι ετραβούσε ολοταχώς για το ανοιχτό πέλαγος.
– Θα ξεγαντζωθώ και θα γυρίσω στο λιμάνι κολυμπώντας, είπα.
Μα είδα ότι είχαμε μακρύνει μίλια απ’ τη στεριά κι εφοβήθηκα να γυρίσω.
Εξάλλου, φοβήθηκα ότι, αν ξεγαντζωνόμουν, θα μου έδινε καμιά δαγκωνιά το δελφίνι για το άσχημο αστείο που του είχα παίξει, να βρεθώ ξαφνικά στη ράχη του. Έμεινα λοιπόν εκεί που ήμουν.
Ωχ, δεν πιστεύω να βρέθηκε κανείς άλλος στη θέση μου! Το φαντάζεστε αυτό; Να ’σαι καβάλα σ’ ένα δελφίνι και να τραβάς προς το άγνωστο; Κοιτάζω πίσω μου. Μόλις διέκρινα την Άνδρο σαν σκιά. Σε λίγο την έχασα εντελώς από τα μάτια μου.
Το δελφίνι είχε βάλει πλώρη για το νοτιά. Προσπεράσαμε την Τήνο και την Μύκονο κι ετραβούσαμε για την Σαντορίνη. Τέλος, έπειτα από καμιά ώρα είχανε χαθεί όλα τα νησιά από τα μάτια μου.
– Ωχ, είπα μέσα μου, αυτό το δαιμονισμένο έχει σκοπό να με πάει στην Αφρική. Χάθηκα!
Τι να κάμω; Γαντζώθηκα πιο καλά στη ράχη του δελφινιού και εναπόθεσα τις ελπίδες μου στα πόδια του Κυρίου. Εκείνη τη στιγμή θα τρέχαμε περισσότερο από ενενήντα μίλια την ώρα. Περνούσαμε από ένα μέρος που η θάλασσα ήτανε γεμάτη φύκια, λείψανα από ναυάγια, σανίδια και τα ρέστα. Απλώνω το χέρι και αρπάζω ένα σανίδι. Ε, λοιπόν, αυτό το σανίδι, που το πήρα στα χέρια χωρίς σκοπό, στάθηκε για μένα πραγματική «σανίδα σωτηρίας».
Καθώς το κρατούσα στα χέρια μου, μου ήρθε η ιδέα να το χρησιμοποιήσω σαν τιμόνι. Σκέφτηκα ότι με τον τρόπο αυτό θα κανόνιζα εγώ την πορεία του δελφινιού και δεν θα το άφηνα να με πηγαίνει όπου θέλει. Αμέσως λοιπόν θέσω σε εφαρμογή την έμπνευσή μου. Δυστυχώς, όμως, το πείραμα απέτυχε. Πού ν’ ακούσει τιμόνι αυτό το θηρίο!…
Ετοιμαζόμουν να πετάξω το το σανίδι, αλλά την τελευταία στιγμή κρατήθηκα, γιατί μου ήρθε μια ιδέα πιο καλή. Είχα ιδεί μια φορά έναν χωρικό που κυβερνούσε τον γάιδαρό του μ’ ένα παρόμοιο σανίδι. Καβάλα καθώς ήτανε, κρατούσε στο χέρι του το σανίδι, και σε κάθε σταυροδρόμι χτυπούσε το γάιδαρο άλλοτε στο δεξιό μάγουλο κι άλλοτε στο αριστερό. Όταν ήθελε να τραβήξει αριστερά, χτυπούσε το γάιδαρο στο δεξιό μάγουλο, κι όταν ήθελε να πάει δεξιά, τον χτυπούσε αριστερά. Ε, λοιπόν, το ίδιο ακριβώς έκανα κι εγώ έκαμα κι εγώ με το δελφίνι. Καθώς τραβούσε προς το νοτιά, κατευθείαν για την Αφρική, του δίνω μια με το σανίδι στο δεξιό μάγουλο και το αναγκάζω να γυρίσει προς ανατολάς, προς τη Συρία και την Κύπρο. Έπειτα του δίνω άλλη μια στο ίδιο μέρος, και το γυρίζω προς βορράν. Τώρα πλέον ετραβούσαμε γραμμή για τα ελληνικά νερά. Σε κάμποση ώρα υπολόγισα ότι βρισκόμαστε μεταξύ Καρπάθου και Κρήτης. Τότε βλέπω το δελφίνι να στρέφει απότομα αριστερά και να βάζει πλώρη για την Κρήτη. Χωρίς να χάσω καιρό, του δίνω μια με το σανίδι στο αριστερό μάγουλο και τον φέρνω στο ίσιο δρόμο, δηλαδή στη γραμμή προς τις Κυκλάδες. Έτσι, χτυπώντας το δελφίνι άλλοτε στο αριστερό μάγουλο κι άλλοτε στο δεξιό, κατάφερα να το ξαναφέρω στην Άνδρο και να το μπάσω θριαμβευτικά στο λιμάνι. Την ώρα που έμπαινα σήκωσα το σανίδι κι εχαιρέτησα τον κόσμο που είχε συναχθεί στην παραλία. Έπειτα, κάτου από τα μάτια του κόσμου που με χαιρετούσε με φωνές, έκαμα μια βόλτα γύρω γύρω στο λιμάνι και τέλος σταμάτησα στην αμμουδιά, όπου και αφίππευσα.
Πήδησα κάτου από τη ράχη του δελφινιού κι εβγήκα έξω, ενώ τούτο έφευγε ολοταχώς προς την έξοδο του λιμανιού. Από τότε δεν ξαναφάνηκε δελφίνι στην Άνδρο.
Θέμος Ποταμιάνος
(Από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)