Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας.
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου. Η βασίλισσα έβαλε υποψία μήπως αγαπούσε καμιά παρακατινή ο γιος της και δε θέλει ναν της το πει. Έβαλε δυο, τρεις να τον παραφυλάνε, να ιδούνε πού πάει, τι κάνει, να της το πούνε, μα δε κατάφεραν τίποτις. Εκεί κοντά, παρά κάτω απ’ το παλάτι, ήτανε ένα κορίτσι πολύ όμορφο, αλλά φτωχό και μόνο. Το βράδυ που νυχτέρευε, ενύσταζε· και για ναν της φύγει ο ύπνος έλεγε:
Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες·
πάρε το σκαμνί και κάτσε,
ώς να γνέσω να ξεγνέσω
και τ’ αδράχτι να γεμίσω,
κι ύστερα να κοιμηθούμε
και να σφιχταγκαλιαστούμε.
Αυτό το ’λεγε κάθε βράδυ, που νύσταζε, για ναν της περάσει ο ύπνος της. Ένα βράδυ πέρασαν από κει οι άνθρωποι, που είχε βαλμένους η βασίλισσα, και ακούσανε που είπε το κορίτσι «ήρθες ύπνε καλώς ήρθες»· πάνε λοιπόν και λεν της βασίλισσας· ― «Πολυχρονεμένη μου βασίλισσα, εδώ παρακάτω κάθεται μια κόρη πολύ όμορφη και πολύ τίμια. Δεν είδαμε το βασιλόπουλο να μπει μέσ’ στο σπίτι της. Μονάχα κάθε βράδυ ακούμε και λέει:
Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες·
πάρε το σκαμνί και κάτσε,
ώς να νέσω να ξενέσω
και τ’ αδράχτι να γεμίσω,
κι ύστερα να κοιμηθούμε
και να σφιχταγκαλιαστούμε».
Λέει η βασίλισσα: ― «Τι ώρα τ’ ακούτε αυτά; να με πάρτε ναν τ’ ακούσω κι εγώ». Το βράδυ τη συνηθισμένη την ώρα πήραν τη βασίλισσα οι άνθρωποί της και πήγαν απ’ όξω απ’ της φτωχούλας το παραθύρι. Ζυγώνει κοντά η βασίλισσα, κλειστό το παραθύρι· άκουσε όμως από μέσα «ήρθες ύπνε καλώς ήρθες». Είπε τότες η βασίλισσα: ― «Βέβαια ο γιος μου θα είναι· βέβαια· βέβαια· γιατί εδώ στο βασίλειο δεν έχομε κανέναν άλλον ναν τον λένε Ύπνο». Την άλλη μέρα σηκώθηκε. ― «Μπα! να πηγαίνει ο γιος μου να κάθεται στο σκαμνί το ξυλένιο! θα της στείλω καναπέ· θα της στείλω καρέκλες». Είπε λοιπόν και της έστειλαν καναπέ, καρέκλες, χρήματα, και της είπανε, σε χαιρετάει η βασίλισσα· ― «η βασίλισσα! λάθος θα είναι. Σε μένανε, φτωχό κορίτσι;! λάθος θα είναι». Βρέθηκε μια γραία στην αυλή της και της είπε: ― «Κράτησ’ τα τώρα που στα ’στειλε· δεν κάνει να της τα στείλεις πίσω». Τι να κάμει πια κι αυτή, είπε ευχαριστώ, και τα κράτησε.
Σα φύγανε οι άνθρωποι της βασίλισσας τότες της είπε η γραία· ― «Άκουσε, παιδί μου, ό,τι σου λέω γω να κάνεις, γιατί δεν έχεις κανέναν μεγαλύτερο να σε συμβουλεύσει». (Η γραία ήτανε, βλέπεις, η Μοίρα της κόρης).
Πέρασε κάμποσος καιρός, της έστειλε πάλι η βασίλισσα δώρα. Μια μέρα τής λέει η γραία· ― «αν έρθει η βασίλισσα από δω να σε ιδεί, να της πεις πως καταλαβαίνεις ότι θα γίνεις μητέρα. ― Αμ πώς θα πω τέτοιο πράμα, κορίτσι εγώ! ― Άκουσέ με μένα, της λέει η γραία, που σου μιλώ, δε θα μετανοήσεις». Πάει η γραία σ’ έναν μαραγκό και παραγγέλνει ένα παιδάκι σερνικό από ξύλο με τα χεράκια του, με τα ποδαράκια του, με όλα. Πέρασε πάλι η βασίλισσα και μπήκε μέσα στο κορίτσι. Της λέει, ― «τι κάνεις παιδί μου, καλά είσαι; ― Τι να κάνω λέει εκείνη, έχω κάμποσους μήνες που δεν είμαι καλά». Το κατάλαβε πια η βασίλισσα και της έστελνε κάθε ημέρα και του πουλιού το γάλα, να τρώει. Τότες πάει η Μοίρα και είπε της κόρης να πέσει στο κρεβάτι πως είναι λεχώνα και στο πλευρό της τής έβανε το ξύλινο παιδί και της το σκέπασε μ’ ένα μαντήλι. Εκεί κοντά ήτανε μια άλλη γυναίκα φτωχούλα παντρεμένη κι ήρθε ο καιρός της και γέννησε. Επήγανε οι Μοίρες να μοιράνουνε το παιδί τής γειτόνισσας στις τρεις νύχτες. Ήθελε να πάει και η δική της Μοίρα για να μοιράνει. Επαρακάλεσε και μια Μοίρα αγέλαστη, που δε γέλαγε ποτέ της, να την πάρει μαζί της. Της είπε: ― «Έλα να πάμε να διασκεδάσεις και συ». Είχε πολλά χρόνια να γελάσει, και για τούτο τη λέγανε αγέλαστη Μοίρα. Σηκωθήκανε και πήγανε πρώτα στην άλλη τη γυναίκα που γέννησε, του είπανε του παιδιού τής φτωχούλας να γινεί καλός άνθρωπος, να προκόψει. Η αγέλαστη Μοίρα δεν του είπε τίποτα, μήτε καλό μήτε κακό. Τότες, αφού βγήκανε απ’ την πόρτα, ― «Πάμε, λέει η γριά, να μοιράνουμε εδώ που γέννησε άλλη μια φτωχούλα». Είχε ειπωμένα της ψεύτικης λεχώνας ό,τι δει μήτε να γελάσει μήτε τίποτα. Εμπήκανε λοιπόν οι Μοίρες μέσα, άκουσε η ψεύτικη λεχώνα τη βουή, δεν είπε τίποτα, δε μίλησε. Λέει η γραία τής αγέλαστης Μοίρας: ― «Εδώ θα μοιράνεις εσύ πρώτη»· και σήκωσε το μαντήλι και είδε η αγέλαστη Μοίρα το ξύλινο παιδί και ξεκαρδίστηκε απ’ τα γέλια. «Ου! μ’ έκαμες και γέλασα από τόσα χρόνια που είχα να γελάσω. ― Επειδή είχες τόσα χρόνια να γελάσεις και γέλασες πρέπει να του ευχηθείς να γινεί άνθρωπος». Του είπε λοιπόν η αγέλαστη Μοίρα: ― «Σε μοιραίνω να γίνεις άνθρωπος, με αίμα, με κρέας, με μαλλιά όπως είναι τα παιδιά τ’ αληθινά». Λέει η δεύτερη Μοίρα: «Σε μοιραίνω, και σου δίνω μιλιά και γνώση και μυαλό». Λέει η τρίτη, η γραία: ― «Κι εγώ σε μοιραίνω παιδί μου, να γίνεις βασιλιάς απαράλλακτος ο βασιλέας ο Ύπνος, ώς και μια ελιά που ’χει στο μάγουλο να την κάνεις κι εκείνηνε και άμα σε ιδεί το βασιλόπουλο, να μπεις μέσα στην καρδιά του και να σ’ αγαπήσει». Σηκωθήκανε οι Μοίρες και φύγανε. Τότες το παιδί ζωντάνεψε και άρχισε και έκλαιε, ήθελε γάλα. Είπε λοιπόν το κορίτσι· ― «Τι να κάμω; ντρέπομαι, τον κόσμο». Γυρίζει η Μοίρα πίσω, η δική της, και το πήρε και το βυζάξανε αλλού και το πήγε πίσω της μάνας του. Την αυγή πήγε και τό πηρε η Μοίρα και το πάει ίσα στη βασίλισσα και της λέει· ― «Γέννησε η νύφη σου και έκαμε τούτο το παιδάκι, ίδιος ο γιος σου είναι ο Ύπνος, νά! ώς και μια ελιά που ’χει στο μάγουλο, την έχει». Τό πηρε η βασίλισσα στην αγκαλιά της και το πήγε μέσα στο γιο της. Του λέει: ― «Παιδί μου, σωθήκανε πια τα ψέματα· καλορίζικο πια, παιδί μου, να μας ζήσει. Να φέρομε και τη νύφη μου· ε, τι να γίνει· είναι φτωχή, μα ήτανε τίμια, βασίλισσα θα γίνει». Κείνος είπε: ― «Τι λες, μάνα, δεν καταλαβαίνω τίποτα. ― Έλα, άσ’ τα τώρα αυτά· να στείλομε ναν τη φέρομε τώρα εδώ να μην κάθεται σ’ εκείνο το μικρό σπιτάκι». Τότες της είπε κείνος· ― «ας πάω να ιδώ τι τρέχει, πού με είδε και πού την είδα!» Η γραία Μοίρα περίμενε απ’ όξω, ζύγωσε και του λέει· ― «Έλα πάμε μαζί, εγώ ξέρω το σπίτι». Στο δρόμο που πηγαίνανε, όλο τον εμοίραινε, για ναν την αγαπήσει. Επήγε μέσα το βασιλόπουλο· το κορίτσι καθότανε κι ένεθε. Καθώς τον είδε το βασιλέα επετάχτηκε ορθή, δεν ήξερε ποιος ήτανε. Του λέει· ― «Ποιος είσαι και τι θέλεις που ήρθες εδώ; ― Πώς δε με ξέρεις; εσύ είπες πως έκαμες παιδί μ’ εμένα και δε με ξέρεις; Τότες εκείνη κάθησε και του είπε όλη την ιστορία, πως το βράδυ που έπεφτε να κοιμηθεί έλεγε:
Ήρθες, ύπνε! καλώς ήρθες·
πάρε το σκαμνί και κάτσε,
ώς να νέσω να ξενέσω
και τ’ αδράχτι να γεμίσω.
και όλα τα άλλα.
― Τώρα βασιλέα μου μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις· αυτά που γινόντουσαν εγώ δεν είχα είδηση, μου ’στελνε πράματα η βασίλισσα, εγώ δεν μπορούσα να τα στείλω πίσω». Εκείνος δε μιλούσε, μόνο άκουε. Τότες είπε η γραία· ― «Να σου πω, παιδί μου. Εγώ είμαι η Μοίρα η δική σου και η δική της και εγώ τα ’καμα όλα τούτα και έκαμα παιδί από ξύλο και το μοίρανε η αγέλαστη Μοίρα και έγινε άνθρωπος, γιατί είδα πως δεν ήθελες να παντρευτείς και θα καταστρεφότανε το βασίλειό σου και τώρα εσώθηκε το βασίλειό σου. Μόνε πάρ’ τηνε, παιδί μου, είναι καλό κορίτσι, τίμιο, και θα ζήσετε καλά κι ευτυχισμένα». Πήρε ένα αμάξι για να μπει η Μοίρα και κείνος και το κορίτσι, για να πάνε στο παλάτι. Καθώς στάθηκε η άμαξα, εκατέβη το βασιλόπουλο και έδωσε το χέρι για να κατεβεί πρώτα η γραία και ύστερα το κορίτσι· μα η γραία είχε γίνει άφαντη. Τότες κατάλαβε κι αυτός πως ήτανε αληθινά η Μοίρα και έτσι πήρε το κορίτσι απ’ το χέρι και πήγε απάνω στη μάνα του. Όργανα, τούμπανα, χαρές μεγάλες, έγινε ο γάμος και πήρανε νταντές και παραμάνες και δώσανε το παιδί και ζήσανε κείνοι καλά και ευτυχισμένα και μεις καλύτερα.
(από το βιβλίο: Μαριάννα Γρ. Καμπούρογλου, Αθηναϊκά παραμύθια, Σύγχρονη εποχή, 1997)