Ήταν ένας κακός άνθρωπος, με λαιμό χοντρό και μάτια κοντόθωρα· και τον ελέγαν άρχοντα Σκληρόκαρδo. Ήταν κι ένας άλλος, με πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά· και τον ελέγαν άρχοντα Στενόμυαλo. Κι εζούσαν ο καθένας χωριστά στη χώρα του.
Ο ένας είχε τα πιο ψηλά δέντρα και τα πιο όμορφα λουλούδια της γης. Χαρούμενα πεύκα κι άλικα τριαντάφυλλα, καρπερές ελιές, και μυρωδάτα γαρίφαλα, χαρά τ’ ανθρώπου και μόνο να τα βλέπει.
Κι ακόμα ―α! και να ’μαστε κει― κάτι Μεγάλα Δέντρα, π’ ανθίζαν καραμέλες και σοκολάτες κι ό,τι ζαχαρωτό φανταστείς.
Αλίμονό σου όμως αν άπλωνες το χέρι σου να κόψεις το παραμικρό.
Γιατί ο Σκληρόκαρδος είχε κάτι ψηλούς φύλακες, με χίλια μάτια και εκατό χέρια, και το κάθε μάτι άγρυπνο κοιτούσε μην κόψει κανείς τίποτα απ’ τα δέντρα, και με τα μακριά τους χέρια σ’ αρπάζαν και σ’ αμπαροκλείδωναν στην πιο μαύρη φυλακή με τα πιο στενά παράθυρα.
Κι ούτε το φως ξανάβλεπες, ούτε ξανάκουγες το κελάηδημα των πουλιών. Γιατί τέτοια διαταγή είχε βγάλει ο άρχοντας Σκληρόκαρδος, που καθισμένος στ’ ολόχρυσο θρονί του τραγουδούσε δυνατά κάνοντας τάχα τον ευτυχισμένον, κι ας ήταν ο πιο δυστυχισμένος σ’ όλη τη γης, αφού κανένας άνθρωπος δεν τον αγαπoύσε.
Μα κι η καρδιά του ήταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, απ’ τη μεγάλη του ζήλια για τα πλούτη του γείτονά του άρχoντα.
Γιατί ο Στενόμυαλος, αυτός ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου.
Γεμάτες οι αποθήκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.
Και μόλις έκανες να σκάψεις λίγο το χώμα ―ωπ! αστράφτανε μπρος σου όλα τα όμορφα γυαλιστερά πετράδια της γης…
Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.
Αλίμονό σου όμως αν άπλωνες το χέρι να πάρεις το παραμικρό.
Γιατί ο Στενόμυαλος είχε κάτι θεόρατους στρατιώτες μ’ εκατό μάτια και χίλια χέρια. Και το κάθε χέρι ήτανε ένα σπαθί και ―χραπ! σου ’κοβε αμέσως το δικό σου το χεράκι· αυτοί είχανε χίλια, βλέπεις, και δεν τους έμελε.
Μα κι ο πλούσιος άρχοντας δε ζούσε ευτυχισμένος.
Τι, φώλιαζε πάντα στην καρδιά του ο φόβος μη χάσει το κίτρινο χρυσάφι. Kι η λαχτάρα όλο να το κάνει πιο πολύ, όλο να μαζεύει.
Και με το στενό μυαλό του καθόταν και σκεδίαζε πώς ν’ αρπάξει τη χώρα του γείτονά του άρχοντα.
Με χρήμα ή με στρατό ―αυτό δεν τον ένοιαζε.
Έτσι ζούσαν οι δυο κακογείτονες. Κι οι πολλοί άνθρωποι ζούσαν κι αυτοί δυστυχισμένοι. Γιατί οι κακοί άρχοντες δεν τους άφηναν να σκάψουν τη γης, να φυτρώσει στάρι, να ζυμώσουν όμορφο ψωμί να φάνε. Κι ούτε πάλι να κόψουν απ’ τα δέντρα.
Κι έτσι μέναν απάνω οι όμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί. Κι ύστερα χλώμιαιναν, ζάρωναν και πέθαιναν: γιατί κανείς ποτέ δεν τους χαιρόταν.
Τότες λοιπόν εφύτρωσε ένα Μεγάλο Δέντρο, κοντά στον ψηλό τοίχο που χώριζε τη μια χώρα από την άλλη.
Το πρωί ήταν ώσαμε μια βέργα, το μεσημέρι είχε γίνει ψηλό σαν τον παππού, τ’ απογεματάκι μπορούσες να δέσεις κούνια να παίξεις.
Και κει κατά τη δύση του ήλιου βγάνει κάτι όμορφα κίτρινα λουλούδια και ξαφνικά ―τι ήταν αυτό; αστράφτει Ανατολή και Δύση!… Τρία ολόχρυσα αστραφτερά μήλα κρεμόντουσαν απ’ τα κλώνια του!
Βλέπουν ο Σκληρόκαρδος κι ο Στενόμυαλος τη λάμψη αυτή, τρέχουν στον πιο ψηλό τοίχο ―τι να δουν;!…
Η μηλιά έχει τις ρίζες της στη χώρα του ενός και τα κλωνιά της στ’ άλλου!…
Ε, τότες ήταν π’ άφρισαν οι κακοί γείτονες απ’ το θυμό και τη ζήλια τους.
Στην αρχή εφοβέριζε ο ένας τον άλλον μόνο με λόγια:
― Έλα, αν σου βαστά, να τα κόψεις!, φώναζε ο Στενόμυαλος στο Σκληρόκαρδο, γιατί στη μεριά του κρεμόντουσαν τα μήλα.
― Τόλμησε αν μπορείς να τ’ αγγίξεις!, ούρλιαζε ο Σκληρόκαρδος που στη δική του μεριά ήταν η ρίζα του δέντρου. Θα κόψω τη μηλιά, να μην ξανακάνει μήλα. Χα, χα!
― Είσαι παλιάνθρωπος!, άφρισε ο Στενόμυαλος.
― Δική μου είν’ η Μηλιά… Κλέφτη!, μάνιασε ο Σκληρόκαρδος.
Κι όπως τ’ ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι απ’ το θυμό σκύβει και σηκώνει μια πέτρα και τη σφεντονίζει, να τον χτυπήσει στο κεφάλι, να τον ξεκάνει. Μα αυτός, σβέλτος, κάνει δίπλα και τον περνά ξυστά και τη γλιτώνει.
Αυτό ήταν. Βγάζουν ευτύς τις μεγάλες τους σπάθες, έρχονται κι οι Στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά και τα εκατό μάτια, φωνάζει κι ο άλλος τα φουσάτα, τους φύλακες με τα χίλια μάτια και τα εκατό σπαθιά, κι αρχίζει ένας πόλεμος, ένας σκοτωμός, να μην έχει τελειωμό.
Εκεί να ’σουνα να δεις το Σκληρόκαρδο να λυσσομανά, ν’ αφρίζει, τους στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά να πελεκούν, να πετσοκόβουν, να λιανίζουν, ωσότου πάνε, πήρανε δρόμο οι φύλακες του δύστυχου του Στενόμυαλου.
Και τον ίδιον τον έπιασαν, του ’κοψαν ευτύς το κεφάλι, το ’βαλαν απάνου σ’ ένα ξύλο και το γύριζαν να το βλέπει ο κόσμος να τους φοβάται.
Τόσο αίμα ανθρώπινο χύθηκε κείνη τη μέρα που οι στρατιώτες βάψανε τα φέσια τους κόκκινα. Kι από τότες, ως τα σήμερα, το ίδιο χρώμα έχουν.
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μα φχαριστημένος γιατί νίκησε, γυρνά τότες να δει ο δυνατός Σκληρόκαρδος τα μήλα, να τα καμαρώσει, πάνω στη δική του πια τη Μηλιά…
Άι! Άφαντα τα μήλα!… Τρίβει, ξανατρίβει τα μάτια του, ζαλίζεται, πέφτει χάμου, ανασηκώνεται, ξανατρίβει τα μάτια του.
Άι! Άφαντα τα μήλα!… Κι η Μηλιά μόνη, χωρίς λουλούδια, με μαραμένα τα κλαδιά, με ποτισμένη τη ρίζα της αίμα, έτοιμη κι αυτή να μαραθεί, να πέσει.
Τότε χαλά τον κόσμο στις φωνές.
Και μαζεύονται όλοι και ψάχνουν το χώμα και σκάβουν και ξανασκάβουν και φτάνουν ως τα σπλάχνα της γης.
Μα πουθενά χρυσά μήλα.
Τότες ο Σκληρόκαρδος διατάζει να μαζευτούν απ’ όλον τον κόσμο οι πιο έξυπνοι Περβολάρηδες κι οι πιο καλοί Χτίστες.
Και ξεχωρίζει τους καλύτερους και τους βάζει νύχτα μέρα να κοιτούν τη Μηλιά, να την ποτίζουν να την κλαδεύουν και να την μπολιάζουν, μη κι ανθίσει και βγάλει πάλι μήλα.
Και τους χτίστες τούς παίρνει και τους βάζει να χτίσουν τον πιο γερό τοίχο· κι απάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι απάνω στο κάστρο πύργους κι απάνω στους πύργους πoλεμίστρες.
Και μέσα από τις πολεμίστρες φυλάνε με τα μακριά κοντάρια και τους χρυσούς θώρακες ψηλοί στρατιώτες μ’ άγρυπνα μάτια και κοφτερά σπαθιά, μη τολμήσει κανείς και ξεπεράσει το νέο σύνoρo.
Γιατί τώρα έχει μέσα φυλαγμένη ο άρχοντας Σκληρόκαρδος, τη δική του Μηλιά, τη Μηλιά-που-κάνει-τα-Χρυσά-Mήλα.
T’ Aρχοντόπουλα
Ύστερα γέννησε η γυναίκα του Σκληρόκαρδου κι έκανε έναν γιο. Κι έτυχε την ίδια μέρα να γεννήσει κι η γυναίκα του Στενόμυαλου και να κάνει κι αυτή γιο.
Σαν μεγάλωσαν, ο ένας είχε πιο χοντρό λαιμό και πιο άγρια μάτια από τον πατέρα του.
Και τον είπαν κι αυτόν Σκληρόκαρδο.
Κι ο άλλος, αυτός είχε ακόμα πιο λεπτά χείλια και πιο μαύρη καρδιά.
Και τον είπαν άρχοντα Στενόμυαλον…
Και μόλις πάτησε τα δεκαεφτά, ο νέος Σκληρόκαρδος βγάζει το γέρο πατέρα του από το θρόνο, τον κλείνει γερά και σφαλιχτά στην πιο μαύρη φυλακή και γίνεται Άρχοντας αυτός.
Και την ίδια μέρα, βγάζει κι η μάνα του Στενόμυαλου το ματοβαμμένο χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα του και του το φορά.
Έτσι έγινε κι αυτός Άρχοντας.
Τώρα οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν τολμούσαν να κόψουν το παραμικρό από τα δέντρα ή να σκάψουν με την τσάπα τους τη γης, μα και μόνο να πουν ό,τ’ είχαν στην καρδιά και στο μυαλό τους.
Γιατί οι δυο νέοι άρχοντες έχουν κατάσκοπους σ’ όλη τη χώρα.
Και κιχ να ’κανες, σού ’κοβαν το κεφάλι.
Ύστερα βγήκε ένας λόγος, που ’λεγε πως η Χρυσή Μηλιά θ’ ανθίσει και θα κάνει τα Χρυσά Μήλα σε τρία χρόνια. Και πως όποιος βρεθεί τη βλογημένη κείνη ώρα κοντά της και κόψει τα Χρυσά Μήλα, αυτός θα εξουσιάζει με το σπαθί του και τις δυο χώρες.
Κι ο κόσμος ―τότες― θα ζει ευτυχισμένος.
Μόλις τ’ άκουσαν αυτό οι δυο Άρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σαν το φλουρί ―ο ένας από φόβο, ο άλλος από έχθρητα και ζήλια.
Κι αρχίζει τότες και τοιμάζεται ο Νέος Στενόμυαλος κρυφά, να πάρει πίσω τα Χρυσά Μήλα που με τον παλιό τοίχο ήταν στη δική του μεριά.
Κι ο Σκληρόκαρδος, αυτός δεν κοιμάται πια από το φόβο του μην του πάρουν τα Χρυσά Μήλα· γιατί με τον παλιό τοίχο μονάχα η ρίζα του δέντρου ήταν στη δική του τη μεριά.
Βγάζει λοιπόν διαλαλητή και φωνάζει τους πιο καλούς μαστόρους απ’ όλες τις χώρες.
Και με την προσταγή του κόβουν οι ξυλοκόποι τις καρπερές ελιές να σιάξουν Φράχτες. Κι οι μαραγκοί πριονίζουν τα όμορφα πεύκα και σιάχνουν χοντρές πόρτες. Κι οι σιδεράδες λιώνουν το σκληρό σίδερο και σιάχνουν μεγάλες αμπάρες και χοντρά Kαρφιά. Κι οι χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα και χτίζουν κάστρα, πύργους, πολεμίστρες. Και στο τέλος γυρίζουν και το ποτάμι, που πότιζε τη χώρα, και το φέρνουν να περνά πλατύ κι αφρισμένο μπρος από τ’ άπαρτο κάστρο που φυλάγει μέσα ο Άρχοντας τη Χρυσή τη Mηλιά.
Μα ο πονηρός Στενόμυαλος αυτός φωνάζει ξένους τεχνίτες που δουλεύουνε μόνο τη νύχτα.
Κρυμμένοι σ’ ένα βαθύ λαγούμι, σαράντα μπόγια κάτ’ απ’ τη γης, κρυφά μαστορεύουν και ζητάνε να βρούνε νέες τέχνες, τον άπαρτο τον πύργο να γκρεμίσουν και το παλιό το σύνορο άκοπα να διαβoύν.
Και ξοδεύει το χρυσάφι ο Στενόμυαλος και σκορπά το μαργαριτάρι και σε λίγο αδειάζουν όλες οι αποθήκες που απ’ τον καιρό του πατέρα του ήταν γεμάτες.
Κι οι Άνθρωποι ζούνε ακόμα πιο δυστυχισμένoι.
Γιατί τα πουλάκια φύγαν απ’ τα δάση· και τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν δίχως το κελάηδημά τoυς· και τα παιδιά είναι αδύνατα και πολύ χλωμά· κι οι καρπερές ελιές κείτονται κομμένες στο χώμα…
Κι όσοι δεν είναι στρατιώτες, δουλεύουν μόνο για να γεμίζει τις αποθήκες και να ξοδεύει ο ένας άρχοντας ή για να χτίζει ψηλά κάστρα ο άλλoς.
Και μια μέρα ακούγεται ένα φοβερό ποδοβολητό και τρέμει η γης και σιούνται συθέμελα τα Kάστρα. Κι οι στρατιώτες με τα χίλια σπαθιά πετιούνται πάνω τρομαγμένοι και τι να δoυν!…
Ένα μεγάλο σύννεφο ν’ απλώνεται, ώσπου φτάνει το μάτι σου, κι όλο να θολώνει και ν’ αντριεύεται.
Κι έρχεται ευτύς ο Σκληρόκαρδoς. Και βαρούνε οι σάλπιγγες· κι αυτός καβάλα απάνω στ’ ολόλευκο άτι του, που δαγκάνει τα σίδερα και χλιμιντρά να πολεμήσει, προχωρά καταπάνου στο σύννεφο να δει.
Και ξαφνικά αστράφτουν χίλιες αστραπές και πέφτουν χίλιοι κεραυνοί κι αντιβουίζουνε βουνά και κάμποι. Και μέσ’ απ’ τη φωτιά π’ άστραψε απ’ τον κουρνιαχτό, φαίνουνται για πρώτη φορά οι σημαίες και τα μπαϊράκια τ’ άρχοντα Στενόμυαλου.
Και ξανατρέμει η γης και σκοτεινιάζει ο ουρανός και κρύβεται ο ήλιος…
Κι αρχίζουν μέσα σ’ ένα βουερό κι απαίσιο μούγκρισμα να σφυρίζουν και να ’ρχουνται καταπάνου στο κάστρο μπάλες από καυτό σίδερο.
Και τινάζουν τους πύργους στον αγέρα, και πέφτουν οι τοίχοι σε συντρίμμια, κι ουρλιάζουν οι στρατιώτες, που το καυτό μολύβι τούς θερίζει τα ποδάρια, τους κόβει κορμιά, τους σφάζει ζωντανούς.
Και το ποτάμι γίνεται κόκκινο απ’ το πολύ γαίμα, κι αφρίζει θυμωμένο τον ολοκόκκινον αφρό κι ορμά να πνίξει τ’ άλογα και τα κανόνια και την κόκκινη απ’ το αίμα μηλιά που κάνει τα Χρυσά Μήλα.
Τρέχουν ευτύς οι μυριάδες στρατός, μ’ αμέτρητους κουβάδες, σκύβουν στ’ αφρισμένο το ποτάμι, κι αδειάζουν στ’ άσπλαχνο διψασμένο χώμα το κόκκινο αίμα.
Κι από τότες, ο παλιός ανθισμένος κάμπος έχει παντού κόκκινο χώμα. Και κανένα λουλούδι δε φυτρώνει. Ούτε δέντρο. Κι ούτε πουλί δεν περνά ψηλά στον ουρανό…
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μα φχαριστημένος γιατί νίκησε, τρέχει ο Νέος Στενόμυαλος πάνω στ’ ολόμαυρο άτι του, περνά το κόκκινο ποτάμι, βρίσκει το σκοτωμένο Σκληρόκαρδο, του κόβει το κεφάλι, και πάει και το κρεμά στη ματοβαμμένη Μηλιά.
Κι έτσι πήρε εκδίκηση…
Αλλ’ άδικα περιμένει να πάρει και τα Χρυσά Μήλα.
Περνάνε χίλιες μέρες, εκατό βδομάδες, πενήντα χρόνια, βγάζει ψαρά γένια κι άσπρα μαλλιά, όμως όχι, δεν ανθίζει γι’ αυτόν η Μηλιά.
Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες. Kαι τους βάζει να σκάβουν βαθιά λαγούμια, πέρα απ’ τη Χρυσή Μηλιά.
Ύστερα, ξεζεύει μόνος του τα χίλια άλογα που ’σερναν τα κανόνια και τα στήνει όλα μαζί, γυρισμένα καταπάνου στη χώρα του νικημένου Σκληρόκαρδου…
Και με τα κανόνια και με τα λαγούμια, πιστεύει πως έκλεισε μέσα και τη χρυσή του τύχη.
Γιατί αν ανθίσει η Μηλιά, μες στη δική του χώρα θα κάνει τα μήλα, για τους δικούς του μονάχα τους γιους, τ’ αρχοντόπουλα.
O Σπιθοβολάκης
Ύστερα, αν πεις πως δε γέννησε πάλι η Αρχόντισσα, θα ’λεγες έν’ άσκημο ψέμα. Γιατί κι οι δυο Αρχόντισσες γεννούσανε όλο αγόρια, το ’να πιο άγριο και πιο κακό από τ’ άλλο…
Και κάθε ένας τους, ήθελε για δική του μονάχα τη Μηλιά. Έκανε λοιπόν νέον Πόλεμο να την πάρει πίσω. Κι ο άλλος ―αυτός έκανε πόλεμο, να τη φυλάξει.
Και κάθε φορά λέγανε ψέματα ―πως όλο και θ’ ανθίσει η Μηλιά, όλο και θα κάνει τα όμορφα χρυσαφιά λουλούδια της. Και πως τότες ο κόσμος θα ζει ευτυχισμένος…
Όμως ήταν η πιο μεγάλη Πείνα, κι η πιο φοβερή Δίψα ―απ’ τον καιρό που ζούμε απάνω στη γης.
Οι ανθρώποι τρώγαν και ποντίκια και γάτες· και για να πιούνε νερό απλώναν στη γης απάνω κουβάδες και ντενεκέδες, κι ό,τι άλλο είχαν, μη ρίξει ο ουρανός καμιά στάλα να ’χουν να πιουν.
Ε, τότες λοιπόν, μια καλομοίρα Γριά, είχε ψάξει χίλιες φορές την αποθήκη της μη βρει μια σταλίτσα αλεύρι, να ψήσει ψωμί.
Και λέει: «βρε δεν πάω να ψάξω μιαν ακόμα;» Κι αδειάζει, που λέτε, όλα της τα σακιά και στο τελευταίο βρίσκει μια χουφτίτσα αλεύρι…
Εκεί να δεις χαρά τη Γριά: και τ’ αυτιά της γελούσανε! Πιάνει γλήγορα γλήγορα και το ζυμώνει και το πλάθει και σιάχνει ένα κουλουράκι και το σκεπάζει με την κάπα της όμορφα όμορφα, να ζεσταθεί, να φουσκώσει.
Τώρα, η Γριούλα αυτή είχε δεκατρία παιδιά, και της είχαν πεθάνει όλα στον πόλεμο. Κι ο πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια, και κάθε χρόνο έχανε κι ένα παιδί, κι έτσι της έμεινε μόνο το τελευταίο, που το λέγανε Σπιθοβολάκη.
Αυτός ήταν το πιο καλό παιδί της γειτονιάς· μα τι τα θες, ήταν και λίγο σκανταλιάρικο… Κείνη τη μέρα είχε χωθεί στο πιθαράκι με το λάδι, έτσι για να πεταχτεί από μέσα την ώρα που θα τρώγανε και να τους κάνει να γελάσουν.
Μα σαν είδε το κουλουράκι ―ωπ! δίνει μια, και νά τον έξω απ’ το πιθάρι!… Τσίμπα από δω, τσίμπα από κει, έφαγε δίχως να το καταλάβει όλο το ζυμάρι…
Τι να κάνει τότε; Κάθεται, παίρνει χώμα, σιάχνει λάσπη, πλάθει ένα ολόιδιο κουλουράκι, το πασπαλίζει με την αλευρόσκονη που ’χε μείνει, και ―τσουπ! ξανατρυπώνει στο πιθαράκι…
Έρχεται ο Γέρος κι η Γριά να φάνε κι αρχίζουν τις φωνές.
― Σπιθοβολάκη!… Πού ’σαι, βρε Σπιθοβολάκη;… Έλα, έλα να φας!…
Σαν είδαν κι απόειδαν που δεν ερχόταν ο προκομμένος ο γιος τους, κάθονται να φάνε.
Πιάνει ο Γέρος το κουλουράκι, το δαγκώνει…
― Χάι, χάι! T’ είν’ αυτό… Φτου! Xαφτού!
Κι αρχίζει τα γέλια τότες ο Σπιθοβολάκης μέσ’ απ’ το πιθαράκι, και ψάχνουν αυτοί θυμωμένοι να τον βρουν κι από δω τον έχουν, από κει τους φεύγει.
Κι από τα πολλά τα γέλια παίρνει δρόμο, μαζί με το πιθάρι… Και βλέπει η Γριά ένα κοτζάμ πιθάρι να το σκάει από την πόρτα και καταλαβαίνει πως κάποια διαολιά θα ’ναι πάλι του Σπιθοβολάκη και πιάνει τη σκούπα κι αρχινά να τον κυνηγά.
Τρέχει, τρέχει ο Σπιθοβολάκης μέσα από το πιθάρι. Κι έχει βγάλει όξω τα ποδάρια του, μα το κεφάλι του μεγάλωσε απ’ τα πολλά γέλια και δε βγαίνει…
Τέλος φτάνει κοντά στη Χρυσή Μηλιά, δίνει μια του πιθαριού στον κορμό, το σπα και λευτερώνεται. Μα η μάνα του τον έχει φτάσει κι απλώνει το χέρι της ―απ!… να τον τσακώσει.
― Μηλιά, μηλιά, ανέβασ’ με ψηλά! λέει τότες ο Σπιθοβολάκης.
Κι ευτύς, σκύβει η Μηλιά, κι ωσότου κλείσει η μάνα του τα χέρια της, νά τον ο Σπιθοβολάκης ψηλά, πάvω στα κλώνια της Μηλιάς και χοροπηδά και σκάει στα γέλια!…
Και βγάζει ένα σκοινί που ’χε δεμένο στη μέση του και δένει μια ψηλή κούνια κι αρχινά το γέλιο και το ξεφωνητό και το τραγούδι…
Κι η γριούλα μια φοβάται μη της πέσει, μια την πιάνουν τα γέλια με τη διαολιά και το κέφι του γιου της.
Η Μηλιά χαίρεται κι αυτή κι αναγαλλιάζει, ένα παιδί σκαρφαλωμένο απάνω της να παίζει και να τραγουδά…
Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη· και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί Άρχoντες.
Κι ο Ήλιος χαίρεται κι αυτός που είδε τη χαρακαμένη μανούλα να γελάσει. Και λίγο πριν δύσει, στέλνει τις τρεις πιο όμορφες αχτίνες του, να τους κρατήσουν συντροφιά, να παίζουν κι όταν θα σκοτεινιάσει.
Μα ξαφνικά ―τι ήταν αυτό;… ―οι τρεις φωτεινές ηλιαχτίνες γίνονται τρία χρυσαφιά όμορφα λoυλoύδια. Αστράφτει Ανατολή και Δύση! Και ―νά τα!… τα τρία ολόχρυσα Μήλα λάμπουν μέσα στα κλώνια της Mηλιάς.
― Σπιθοβολάκη μου! Σπιθοβολάκη, φωνάζει τότες η Γριoύλα. Κόψε, κόψε τα Χρυσά Μήλα!
― Θα μου τα δώσεις αν κατέβω; λέει ο Σπιθoβoλάκης.
― Ναι, γιόκα μoυ.
― Και δε θα με δείρεις για το κουλουράκι; ξαναρωτά το σκανταλιάρικο.
― Όχι, γιόκα μoυ.
― Ε, τότες γιατί να κατέβω; Άσε να τελειώσω πρώτα την κούνια μoυ!… Xoπ!… Και ξεκαρδίζεται να γελά, όπως πετά ―όπλα, λα κάτω από τα χρυσά τα Μήλα.
― Σπιθοβολάκη, Σπιθοβολάκη, λέει τότες η Μανούλα τoυ. Δως μου τα Χρυσά τα Μήλα κι εγώ θα σου δώσω την πιο Χρυσήν Ευχή της Mανoύλας. Τότες ο Σπιθοβολάκης αφήνει γλήγορα το παιχνίδι, σκαρφαλώνει ευτύς πιο ψηλά και ρίχνει τα Χρυσά Μήλα στη γλυκιά του Μανούλα. Κι εκείνη του λέει ψιθυριστά, στο μικρό έξυπνο αυτάκι του, μια Μαγική Λέξη, τρεις φορές: «Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη».
Και κρατούσε στα χέρια της τα τρία ολόχρυσα Μήλα που θα φέρναν στον κόσμο την ευτυχία.
Ξανασκαρφαλώνει τότες ο Σπιθοβολάκης πολύ ψηλά, πάνω στη Χρυσή τη Mηλιά. Κι αρχίζει να φωνάζει, με μια φωνή που λυγίζανε τα δέντρα απ’ την ανάσα που ’βγαζε κάθε φoρά.
Και τον ακούν όλα τα παιδιά που ζούσαν χωριστά στη χώρα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου κι έρχουνται ευτύς να δουν τι τρέχει.
― Παιδιά, λέει τότες με τη βροντερή του φωνή ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης, η Μηλιά άνθισε, γιατί να κάνουμε πόλεμο για τα Χρυσά Mήλα;… Η Μηλιά άνθισε, κι όλοι οι Σκληρόκαρδοι κι όλοι οι Στενόμυαλοι μήτε το πήραν χαμπάρι, ούτε τη Χρυσήν Ευχή της Μανούλας έχουν μαζί τους… Ειρήνη-Ειρήνη-Ειρήνη!
― Ζήτω-ω-ω!… θα γίνει!, φωνάζουν τότες κι όλα μαζί τ’ αγαπημένα παιδιά.
Κι αρχίζουν ευτύς το τραγούδι και το χορό και πιάνουνται όλοι χέρι με χέρι κι αρχίζουν να χοροπηδούν και να χορεύουν γύρω γύρω, -ώπα, ωπ! ούλοι μαζί! ―γύρω απ’ τη Χρυσή τη Μηλιά.
Και το χαρούμενο τραγούδι τους, γοργό σαν κρούσταλλο νεράκι έλεγε:
Η Μηλιά μας έχει ανθίσει
και τα Μήλα είναι Χρυσά
και σ’ Aνατολή και Δύση
θα σκορπίσουν τη χαρά,
τράλα, λάλα, λα
τράλα, λάλα, λα!
Πήδα -χόπλα! Λύγα! -χόπλα!
Ίσια το κορμί -έι χο!
Τρέξτε όλοι, πιάστε όλοι
το Λεβέντικο Χορό,
τράλα, λάλα, λο
τράλα, λάλα, λο!
Oι Άρχοντες
Τότες ακούν οι κακοί Άρχοντες το τραγούδι των παιδιών. Και γιομίζει η καρδιά τους φαρμάκι. Και τρέμουν τα χέρια τους από θυμό· και λυσσάνε π’ άνθισε για τα Παιδιά η Μηλιά και δεν άνθισε γι’ αυτούς…
Κι αρπάζουν ευτύς τ’ άγρια ασημένια σπαθιά και βγαίνουν όξω…
Μα τι να δουν;!!…
Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά, πιασμένα χέρι χέρι, να πηδούν ελεύτερα γύρω γύρω απ’ τη Χρυσή τη Μηλιά και να τραγουδούν…
Κι η Μηλιά, ευτυχισμένη, ν’ απλώνει όσο μπορεί τα μεγάλα δυνατά της κλαδιά, ν’ αγκαλιάσει όλα τα παιδιά.
Μα ξαφνικά― … τι ήταν αυτό;… ―αστράφτει ο ουρανός!… Χαράζει η Ανατολή, φωτάει η Δύση!… Κι ανθίζουν όλα τα κλώνια της Μηλιάς ―απ’ Αγάπη! Και χιλιάδες Χρυσά Μήλα αστράφτουν ψηλά, πέφτουν σαν αστέρια και φυτρώνουν εκεί που πατούσαν τα ποδαράκια των παιδιών… Κι οι Κακοί Άρχοντες, αυτοί βλέπουν και λυσσούν ―και τρέμουνε τ’ άσκημα χέρια τους.
Γιατί άνθισαν για τα παιδιά τα μήλα· κι είναι τα Μήλα Χρυσά κι είναι όμορφα· και δεν είναι γι’ αυτούς.
Ε τότες, βγάζουν τ’ Ασημένια Σπαθιά κι ορμούν, και τα μάτια τους πετούν φωτιές.
Και ζυγώνουν σαν άνεμος και σηκώνουν τ’ άσπλαχνα σπαθιά, και νά, τα κατεβάζουν, να κόψουν τ’ αγαπημένα χεράκια, να σφάξουν τα Παιδιά, να φτάσουν τη Χρυσή Μηλιά, ν’ αρπάξουν αυτοί τα μήλα!
Μα τα σπαθιά δεν κόβουν.
Και τα χεράκια δε σπάνε.
Και τα παιδιά τραγουδούν άφοβα και χορεύουν.
Και σφίγγουν όλο πιο πολύ τ’ αγαπημένα χέρια.
Κι ο Μεγάλος Κύκλος που ’ναι πιασμένα και χορεύουν όλα τα Παιδιά, γίνεται τότες πιο δυνατός απ’ τον πιο φοβερόν πολεμιστή, πιο φοβερός κι απ’ το ψηλό Κάστρο.
Τότες, θολώνουν τ’ άγρια μάτια τους.
Και τα κοφτερά Σπαθιά, πέφτουν απ’ τα χέρια τους.
Και ζαλίζουνται, πέφτουν χάμου. Κι ανασηκώνουνται· και ξαναπέφτουν.
Και το φαρμάκι που ’χουνε στη μαύρη ψυχή τους, έπηξε κι έγινε πηχτό κόκκινο γαίμα. Και σταματά την άσπλαχνη καρδιά τους· να μη χτυπά πια.
Και παραλυούνε τα μακριά σουβλερά τους δαχτύλια. Και δεν μπορούνε πια να σκοτώνουν.
Ε, σαν είδαν τ’ Αρχοντόπουλα τους αγαπημένους τους άρχοντες σκοτωμένους, φωνάζουν τους φύλακες με-τα-Χίλια-Μάτια.
Κι από τους Μαύρους Τάφους ξεπηδούν οι Στρατιώτες με-τα-Χίλια Σπαθιά.
Και όλοι μαζί οί οχτροί των παιδιών ζυγώνουν, με πνιχτά βήματα, με μάτι θολό κι αγριεμένα Σπαθιά. Και θέλουν κι αυτοί να σφάξουν τα παιδιά, ν’ αρπάξουν τα Χρυσά τα Μήλα.
Μα τα παιδιά δεν τους βλέπουν και δεν τους ακούν. Και χαρούμενα σφίγγουν τα χέρια. Κι όλο τραγουδούν.
Και πετά το τραγούδι τους γοργό κι αντηχεί ως τον Κόκκινον Κάμπο, κει, που Πουλί δεν πετά και Λουλούδι δε φυτρώνει.
Και τ’ ακούν οι φτωχοί Περβολάρηδες που δεμένοι στις χρυσές αλυσίδες του Σκληρόκαρδου σκάβουν. Τι, δεν μπόρεσαν να κάνουν τη Μηλιά ν’ ανθίσει.
Και τ’ ακούν οι Καλοί Χτίστες που δεμένοι στις βαριές αλυσίδες του Στενόμυαλου χτίζουν. Tι, δεν μπόρεσαν να φυλάξουν καλά τη Χρυσή Μηλιά.
Και σηκώνουν τα μάτια και βλέπουν τον Ήλιο. Μα ξαφνικά, το τραγούδι ορμά στη μεγάλη κόκκινη φωτιά και τη σβήνει.
Τότες σωπαίνουν τα μεγάλα νεροπρίονα στο δάσος. Kι απ’ τα βαθύσκια Δάση βγαίνουν οι ξυλοκόποι.
Και φύλλο δεν τρέμει, κι αγέρας δε φυσά.
Κι όλοι οι ανθρώποι, π’ αγαπούν τα Παιδιά, βλέπουν τότες τους χίλιους μαύρους φύλακες που ζυγώνουν. Tι, άνοιξε ο ουρανός και φάνηκε ο Ήλιος· κι ακούγονται τα βαριά τους πατήματα και γυαλίζουνε τ’ ασημένια τους σπαθιά… Και ωσάν τους είδαν, κάνουν έτσι και σπάνε τις αλυσίδες.
Και ―νά τοι!― τρέχουν, πετούν, ξεχύνουνται, με τσάπες και τσεκούρια, με πριόνια και μυστριά, με σίδερα που βρήκαν και κλαδιά που κόψαν.
Αστράφτει στα μάτια τους η Αγάπη.
Και γοργά χτυπά στις φλέβες το κόκκινο Ανθρώπινο αίμα. Και ερχόμενοι, εκείνα τα παλικάρια, εχυθήκαν απάνω τους, ωσάν λεοντάρια λυσσασμένα.
Και τότες ―άι χα! ―σηκώνουνται ψηλά τ’ ατσάλινα μπράτσα. Και πριν κατέβουν, ξεψυχούν οι στρατιώτες-με-τα-χίλια-Σπαθιά. Και σαν κατέβουν, λιανίζουν, πετσοκόβουν, πελεκούν τους λυσσασμένους φύλακες των Αρχοντάδων.
Όμως όσοι απομείναν από τα στρατεύματα του τελευταίου Σκληρόκαρδου και του τελευταίου Στενόμυαλου ενωθήκανε τότες σ’ένα μεγάλο στρατό, κι ορμήσαν και πάλι καταπάνου στα παιδιά για να κόψουν τα ενωμένα τους χέρια και να πάρουν αυτοί, για λογαριασμό τους μονάχα, τα τρία ―ολόχρυσα― Μήλα.
Και τότες και οι πατεράδες και όλες οι μητέρες των παιδιών που είδαν τον κίνδυνο αυτόν ορμήσανε καταμπρός, άλλοι από μπροστά από τον εχθρό και άλλοι από την πίσω μεριά τους· και εκάναν την καρδιά τους σκληρή και άπονη: Και αρπάξαν τους κακούς αυτούς στρατιώτες από τα μαλλιά και γυρίσαν κατά πίσω την κεφαλή τους και τους εχτύπησαν με όλη τους τη δύναμη στο κεφάλι. Kαι μετά τους εγύρισαν το χέρι και τους επήραν το μαχαίρι, όπου εκρατούσαν πριν μέσα στα δόντια τους για να σφάξουν οι κακούργοι αυτοί τα παιδιά. Και με το ίδιο αυτό ατσάλινο μαχαίρι τούς χτυπήσαν με μεγάλη δύναμη, ίσα μέσα στην καρδιά. Έτσι σκληρά και άπονα τους εσκοτώσανε. Και μένανε εκεί αυτοί πάνω στο χώμα ξαπλωμένοι ―δίχως να μπορούνε πια να κάνουν κακό σε κανέναν άνθρωπο― ούτε και σε κανένα από τα παιδιά που κυνηγούσανε πριν με κακία μεγάλη.
Ετότες εφάνηκε κι ένας καβαλάρης με σπαθί ξεγυμνωμένο και άρματα λαμπερά. Και άρχισε να σφάζει τους φύλακες, όσοι είχανε απομείνει· και τους επήρε κυνηγώντας πέρα από τη Χρυσή τη Μηλιά, μέσα στα βουνά.
Και εκεί έγινε άφαντος από τη γη.
Και τα παιδιά βοηθώντας, και με τη χάρη του Θεού, εσταθήκανε νικητές.
Πιάνουνε λοιπόν τ’ Αρχοντόπουλα και τα κλείνουνε στις δικές τους σκοτεινές φυλακές.
Και τους στρατιώτες τούς κόβουν ευτύς τα πολλά χέρια. Και τους αφήνουνε μόνο δυο, να δουλεύουν και να τρων.
Kαι τους Φύλακες ―αυτούς τους πάνε και τους στήνουν μες στ’ ανθισμένα αμπέλια, να φυλούν τα σταφύλια με τα χίλια τους μάτια, μην έρθει κάνα πουλάκι και τσιμπήσει τις γλυκές ζουμερές ρόγες…
O χορός της χρυσής μηλιάς
Σκύβει τότες ο Σπιθοβολάκης, μαζεύει τα ολόχρυσα Μήλα και τα φυτεύει βαθιά, στα καρπερά σπλάχνα της γης.
Κι ο Γέρος ―χάι! ―αυτός μοιράζει σ’ όλους τις χίλιες Ασημένιες τσάπες.
Κι από πίσω ―νά την! ―σκαλίζει μ’ ένα σκαλιστηράκι κι η Γριά.
Και σα βρίσκει παλιό κίτρινο κοντάρι, το σιάχνει ευτύς δρεπάνι-δρεπανάκι. Και σα βρίσκει παλιό σκουριασμένο κανόνι, το ρίχνει ευτύς στη μεγάλη κόκκινη Φωτιά.
Και το παίρνουν οι Σιδεράδες, το χτυπούν στο δυνατό αμόνι και το σιάχνουν όμορφο αλέτρι.
Και πιάνει ο παλικαράς ο Σπιθοβολάκης τ’ αλέτρι κι οργώνει με μιας ολάκερη τη γης. Κι απ’ το γερό και βαθύ σκάψιμο, πέφτουν οι ψεύτικοι Πύργοι, γκρεμίζουνται οι ψηλοί μαύροι Τοίχοι, γεμίζουν χώμα τα φιδωτά λαγούμια, πέφτουν οι Σκοτεινές φυλακές, και τίποτα πια δε χωρίζει όλα τα Παιδιά!
Κι από πίσω ―νά κι ο Γέρος! ρίχνει το στάρι.
Και νά και τα Παιδιά ―αυτά θερίζουν τα κυματιστά ολόχρυσα στάχια.
Μα φυτρώσαν και τα Μήλα. Και βγήκαν παντού οι όμορφες αληθινές Μηλιές.
Και όλοι όσοι βρίσκουνται τώρα κοντά στη Χρυσή Μηλιά, πιάνουνται χέρι με χέρι, σφιχτά κι αγαπημένα, στον πιο λεβέντικο χορό που ’γινε ποτές.
Και πιάνει ο Σπιθοβολάκης τον κάβο κι η Γριούλα την άλλη άκρη. Κι ο Γέρος ―χάι ―αυτός κάνει έτσι και φωνάζει, φωνάζει όλα τα Παιδιά, απ’ όλη τη Γης, στο χορό της Χρυσής της Μηλιάς.
Και βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια με σβέλτα μάτια και χλωμό πρόσωπο, Αραπάκια με σγουρό μαλλί κι αστραφτερό χαμόγελο, Ινδιανάκια με κόκκινο δέρμα και πολύχρωμα φτερά, Εσκιμωάκια με λοξά μάτια και τολμηρό πρόσωπο.
Η Μηλιά μας έχει ανθίσει
και τα Μήλα είναι χρυσά
και σ’ Aνατολή και Δύση
θα σκορπίσουν τη χαρά,
τράλα, λάλα, λα
τράλα, λάλα, λα
Κι ο Μεγάλος Κύκλος απλώνει και μεγαλώνει και γυρνά και χορεύει και τραγουδά και σε λίγο αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη μας, όπως ταξιδεύει φωτεινή κι όμορφη στο Γαλάζιο Άπειρο.
Κι η Γης αναγαλλιάζει χαρούμενη, όλα τα παιδιά αγαπημένα, να χορεύουν απάνω της και να τραγουδούν.
Η καρδιά της χτυπά χαρούμενη.
Και ξεχνά το πηχτό κόκκινο γαίμα που την πότιζαν οι Κακοί άρχοντες.
Κι ανθίζει ευτύς τα χαρούμενα δέντρα κι ωριμάζει άφθονους τους χρυσούς της καρπούς.
Και βάζει τα ποτάμια να ποτίζουν και δένει το πιο όμορφο στάρι. Και λέει στα ψηλά βουνά να κρατούν τ’ άσπρο χιόνι, να ’χουν και το καλοκαίρι νερό να ποτίζουν οι Άνθρωποι.
Κι ο Ήλιος αυτός στέλνει τις πιο όμορφες Αχτίνες του. Και γελούν και χορεύουν με όλα τα Παιδιά!
Κι είναι όλοι δυνατοί ―και χαρούμενοι― και πολύ, μα πολύ ευτυχισμένοι.
Γιατί τα πουλάκια ξαναγύρισαν στα δάση. Και τα τριαντάφυλλα ξανάνθισαν με το κελάηδημά τους. Και τα Παιδιά είναι πολύ γερά και ροδοκόκκινα. Κι οι καρπερές Ελιές ανθίζουν ξανά τον πιο όμορφο καρπό και χαρίζουν σ’ όλους το χρυσό χρυσό λάδι, της μιας Ατέλειωτης Ειρήνης των Ανθρώπων.
Τα τρία ολόχρυσα Μήλα είχαν ανθίσει.
Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια·
μήτε εγώ ήμουν εκεί, μήτε σεις να το πιστέψετε.
Τέλος του παραμυθιού, Καλησπέρα σας…
Φώτης Kόντογλου
(από το βιβλίο: H μηλιά με τα χρυσά μήλα, Aθήνα 1947)