«Μωρέ τι κορακοσύννεφο είναι τούτο;», μουρμούρισε ο Τρελονικολός σαν αντίκρισε μια γνωστή παρέα από μαυροφορεμένες γριές να βγαίνουνε ολοφυρόμενες απ’ τη μάντρα του νεκροταφείου. Άλλος κανένας δεν ήταν στην περιοχή, μιας και το σκοτάδι του Απρίλη είχε αρχίσει να πέφτει δροσερό πάνω απ’ το μικρό χωριουδάκι, εκτός του Τρελονικολού, που όταν τον ζόριζε κανείς για τις αθυροστομίες ή τις προσβολές του, έβγαζε με σπουδή ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί απ’ το σελάχι του, κι αφού το ξετύλιγε με προσοχή, έκανε πως διάβαζε με επισημότητα σαν τίτλο τιμής, μια φράση που ήταν αποτυπωμένη σ’ αυτό : «Ο κύριος Νικόλαος Κ, έχει το ακαταλόγιστο». Και συνέχιζε με κεκτημένη ταχύτητα: «Μη με πολυσκοτίζετε το λοιπόν γιατί θα ακούσετε κι άλλα. Άμετε παραπέρα γιατί έχω επίσημη άδεια με σφραγίδα και υπογραφή κοτζάμ καθηγητή να σας σιχτιρίζω όποτε θέλω», συμπλήρωνε, και πότε εισέπραττε τα γέλια κάποιων ακροατών του, πότε προκαλούσε τη φούρκα και τα νεύρα άλλων, λιγότερο ψύχραιμων που δεν ήξεραν πόσο αθώος ήτανε ο μισότρελος ετούτος νέος.
Εκείνη τη μέρα ο Νικολός, είχε φέρει τα πρόβατά του να βοσκήσουν έξω απ’ τον περίβολο του νεκροταφείου. Ήταν Σάββατο του Λαζάρου και περίμενε να σουρουπώσει για να τα μαζέψει, καθισμένος πάνω στο κλαδί μιας ελιάς ακριβώς απέναντι απ’ τη βαριά σιδερένια πύλη. Μόλις είδε τη μαυροφορεμένη συντροφιά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Ήξερε τι φαρμακόγλωσσες ήταν οι χήρες αυτές, μιας και τις είχε δει πολλές φορές από τη μια να σταυροκοπιούνται και από την άλλη να κατηγορούν και να κουτσομπολεύουν τους πάντες. Έτσι, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξέσπασε αγανακτισμένος: «Αφού τους στείλατε στον άλλο κόσμο τους νοικοκύρηδες, τώρα ερχόσαστε να τους ανάψετε τα καντήλια ε;» κραύγασε, σκορπίζοντας μεγάλη ταραχή στις γυναίκες που περνούσαν πλέον σχεδόν από κάτω του. «Τραβάτε κάντε κανέναν μακρύ σταυρό και σκίστε τα ρούχα σας πάνω απ’ τα μνήματα, έτσι για να βλέπει η μία την άλλη να μυξοκλαίτε παλιοϋποκρίτριες», συνέχισε, μετατρέποντας την αρχική έκπληξη των μαυροφόρων σε θυμό και οργή ασυγκράτητη. «Τι τσαμπουνάς εκεί βρε ανισόρροπε, που να μη σ’ έβρει το Πάσχα», φώναξε η πρώτη της ομάδας, η κυρα Λένη, σηκώνοντας το φρατζολένιο χέρι της αφοριστικά προς το μέρος του. «Ντροπή σου να λες τέτοια πράματα Αλειτρούητε, Ιούδα Ισκαριώτη», συμπλήρωσε κι έσκυψε αμέσως να βρει μια πέτρα για να του πετάξει. Ο Νικολός, μ’ ένα ελαφρύ σάλτο άλλαξε κλαδί και συνέχισε να τις κοροϊδεύει με χειρονομίες και γκριμάτσες κωμικές. «Με το θεόμουρλο θα τα βάλεις μωρή Λένη», προσπάθησε να τη συγκρατήσει η Παναγιώτα, μια ψηλόκορμη ηλιοκαμένη γριά που ακολουθούσε. «Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς, τόσα καταλαβαίνει, τόσα λέει», είπε τραβώντας την πρώτη απ’ το χέρι. «Πάμε και νύχτωσε κι αύριο έχουμε δουλειά απ’ το χάραμα να φτιάξουμε τα βάγια», πετάχτηκε η τρίτη χήρα απ’ το «κορακοσύννεφο», ρίχνοντας μια φαρμακερή ματιά στον Τρελονικολό που είχε λάβει τα μέτρα του κρυμμένος πίσω από μια φουντωτή τσίμα. Έτσι, με τις φωνές και τις κατέρες, σε λίγο η κίνηση έξω απ’ το νεκροταφείο αραίωσε και η νύχτα βρήκε τον καθένα στο σπίτι του.
«Μωρέ θα σας κάνω εγώ χουνέρι, που θα το φυσάτε και δεν θα κρυώνει παλιόγριες», μονολόγησε ο Νικολός και αφού δείπνησε με λίγη ριγανάδα μιας και νήστευε ολόκληρη τη σαρακοστή, άναψε το καντήλι μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας που’ χε στερεώσει σε μια πέτρινη μπολίτσα της καλύβας του και ξάπλωσε με το ένα μάτι ανοιχτό, έχοντας έννοια μη τυχόν και τονε πάρει ο ύπνος. Δεν θα πέρασαν κάνα δυο ώρες, κι ο αλαφροΐσκιωτος βοσκός, σηκώθηκε φορώντας τα τσαρούχια του και βγήκε νυχοπατώντας στο καλντερίμι του χωριού, βάζοντας πλώρη για το σπίτι της θεια Λένης, η οποία είχε αναλάβει να ξυπνήσει και τις άλλες γριές λίγο πριν την αυγή, για να δέσουνε τα ματσάκια με τα βάγια στον προθάλαμο του ναού του Αη Κωνσταντίνου. Σαν έφτασε σε λίγο έξω απ’ την αυλή της, δρασκέλισε το χαμηλό φράχτη και έφτασε στο κοτέτσι. Πήρε μια βέργα και χτύπησε στα τυφλά δυο τρεις φορές για να ξυπνήσει τον κόκορα. Πραγματικά, ο πετεινός ξαφνιασμένος άρχισε να λαλάει σα μανιασμένος, δίνοντας το σύνθημα και στα άλλα κοκόρια της γειτονιάς. Η κυρα Λένη πετάχτηκε απ’ το στρώμα της και χωρίς να’ χει χορτάσει τον ύπνο, ντύθηκε απρόθυμα και βγήκε απ’ το σπίτι τρέμοντας τσακισμένη απ’ τη βραδυνή ψύχρα και την αϋπνία. Με το μπαστούνι της κρατημένο σφιχτά, έκρουσε την πόρτα της Παναγιώτας. «Ξύπνα μωρή και ξημέρωσε, ελάλησε ο κόκορας και μεις ακόμα κοιμόμαστε. Θα απολύσει η λειτουργία κι ο παππάς δεν θα’ χει βάγια να δώσει στον κόσμο», τσίριξε, κάνοντας την Παναγιώτα να πεταχτεί μισοντυμένη έξω απ’ το κονάκι της, φορώντας το ένα της παπούτσι. «Πώς μας πήρε ο ύπνος μαθές» είπε κοιμισμένα και βιάστηκε να ξυπνήσουνε και τις άλλες γριές της παρέας. Σε λίγη ώρα, έξι αγουροξυπνημένες μαυροφόρες είχανε απλώσει πάνω στον πάγκο του προθαλάμου του ναού, τη δάφνη, την αλιφασκιά και τα φοινικόφυλλα και δένανε τα βάγια. Όσο κι αν πέρναγε η ώρα όμως, ο ήλιος δεν έλεγε να βγει. Το σκοτάδι, αντί να ξεθωριάζει πύκνωνε και οι γυναίκες δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τι είχε γίνει και η νύχτα είχε κολλήσει πάνω απ’ το χωριό τους. «Πού θα πάει, δε θα ξημερώσει;» είπε αποφασιστικά η κυρα Λένη που είχε στο μεταξύ καταλάβει το άκυρο λάλημα του κόκορα. «Αν δεν ξημέρωνε Μεγάλη Βδομάδα θα τον έσφαζα τον άτιμο αλλά τον παίρνει χάρη», είπε μη μπορώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια τους ή να περιμένουν εκεί να ξημερώσει, μιας και δεν ήξεραν πόση νύχτα είχε ακόμα.
«Να πάρω το βάγιο μου από τώρα καλές κυράδες;» κακάρισε γελώντας ο Τρελονικολός προβάλλοντας απ’ το φεγγίτη το σγουρό του κεφάλι και αφού ικανοποιήθηκε απ’ τη σαστισμάρα τους, εξαφανίστηκε ψέλνοντας τραγουδιστά το «ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».
Αριστείδης Δάγλας