Καθόμουν στο διάτρητο μπλε παγκάκι της αίθουσας αναμονής και σκεφτόμουν ότι τέτοιες μέρες, μόνον οι απελπισμένοι, οι γέροι εργένηδες και οι εκ πεποιθήσεως αντικοινωνικοί τύποι συχνάζουν σε αεροδρόμια και κινηματογράφους. Τι μπορεί άραγε να αναγκάσει έναν φυσιολογικό άνθρωπο να ταξιδέψει παραμονή Χριστουγέννων; Σίγουρα κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο, κάποιο ζήτημα ζωής ή θανάτου, εκτός πια κι αν είναι πιλότος ή αεροσυνοδός. Κι εγώ, ο Μόδεστος Κατσαρίδης, σας το λέω με πάσα βεβαιότητα, δεν είμαι τίποτα απ’ τα δύο. Αν δε με πιστεύετε, δεν έχετε παρά να δείτε το σουλούπι μου. Ύψος το πολύ 1,65 με μια συνηθισμένη φάτσα που καλύπτει ένα ζευγάρι μεγαλόπρεπα μυωπικά γυαλιά. Έχετε δει ποτέ πιλότο με γυαλιά; Όχι βέβαια. Αρκεί μόνο να έχεις ένα εκατοστό μυωπίας και κόβεσαι απ’ τη σχολή Ικάρων, πριν ακόμα κάτσεις στο θρανίο. Τι μένει λοιπόν; Αυτό που σας είπα πιο πάνω: Το ζήτημα ζωής ή θανάτου.
Το αφεντικό μου, ο Γιάγκος Αγλέουρας, ένας άπληστος παλιοτσιφούτης, ήταν σαφής: «Θα πας την παραμονή των Χριστουγέννων στο αεροδρόμιο της Καταχνιάς και θα περιμένεις την πτήση των 21:00 από την Καστοριά. Το αεροσκάφος είναι ειδικού τύπου και πετάει μόνο για μας. Το έχω πληρώσει «χρυσό» και η αποστολή σου πρέπει να παραμείνει κρυφή απ’ όλους, μ’ άκουσες; Αν υπολογίσουμε ότι κάνει δυο ώρες να φτάσει και ότι έχουμε και μια ώρα διαφορά, τότε στις δώδεκα τα μεσάνυχτα ακριβώς, θα έχει προσγειωθεί. Θα περιμένεις να έρθει ο μοναδικός μονόφθαλμος αχθοφόρος του αεροδρομίου να σε βρει. Μην το κουνήσεις ρούπι από το μπλε παγκάκι που βρίσκεται κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στα ανατολικά της μεγάλης αίθουσας, ακριβώς δίπλα από τις μπάρες εισόδου των επιβατών. Η πτήση είναι μυστική και ο μοναδικός λόγος για τον οποίο πραγματοποιείται, είναι για να μεταφερθεί το κόκκινο πακέτο που θα παραλάβεις από τον μονόφθαλμο αχθοφόρο. Το όνομά του είναι Αστρίτης, μα δε νομίζω να σου χρειαστεί. Θα έχει φωτογραφία σου ώστε να σε αναγνωρίσει κατευθείαν αν μπερδευτεί, αλλά σε περιέγραψα τόσο καλά που δεν υπάρχει περίπτωση να λαθέψει».
Πολύ θα ήθελα να ήξερα τι του είπε για μένα, αν και η διαίσθησή μου δεν ήταν και πολύ θετική για τα κοσμητικά επίθετα με τα οποία θα στόλιζε την εμφάνισή μου. Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν βασάνιζα το μυαλό μου, δεν έβρισκα έναν λόγο για τον οποίο με είχε ακόμα υπάλληλό του. Με βάση τα λεγόμενά του, ήμουν ένας άχρηστος τεμπέλης που ζούσα σε βάρος των άλλων. Ένας απερίσκεπτος ρεμπεσκές που τα έκανα συνέχεια θάλασσα, όσο και αν προσπαθούσα για το αντίθετο. Έτσι αποφάσισε να μου δώσει μια τελευταία ευκαιρία: Τη σημερινή μου αποστολή. Και βέβαια, δεν το έκανε από μεγαλοψυχία, αλλά γιατί η δουλειά που μου ανάθεσε, σίγουρα έκρυβε κάτι σκοτεινό κι επικίνδυνο. Ο πνιγμένος όμως απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, κι έτσι δεν είχα και πολλά περιθώρια να αρνηθώ. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς θα περιείχε εκείνο το κόκκινο κουτί και προσπαθούσα να θυμηθώ μήπως το αφεντικό μού το είχε πει και το είχα ξεχάσει. Όσο όμως κι αν έστυβα το μυαλό μου, το πηχτό σκοτάδι που βρισκόταν απλωμένο εκεί, δεν έλεγε να το κουνήσει με τίποτα. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες της άγνοιάς μου, έβαλα τα δυνατά μου να θυμηθώ σφίγγοντας τις γροθιές και σιχτιρίζοντας την τύχη μου για όλα όσα μού συμβαίνουν απ’ την αδυναμία μου να συγκεντρωθώ.
Το ότι θα πέρναγα την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια αίθουσα αναμονής αεροδρομίου καρτερώντας έναν μονόφθαλμο αχθοφόρο, δεν μ’ ενοχλούσε τόσο, όσο η βεβαιότητα ότι Χριστουγεννιάτικα, θα ήμουν στην καλύτερη περίπτωση ένας άνεργος αν τα θαλάσσωνα και τώρα. Για να μην πω μακαρίτης… Ενώ λοιπόν σκεφτόμουν όλα τούτα, το κινητό μου τηλέφωνο άρχισε να δονείται. Η «Παρασκευή Μεσημέρη» φάνηκε στην οθόνη κάνοντάς με προς στιγμή να σαστίσω, συγχέοντας μέσα στη θολούρα μου τη μέρα και την ώρα, μέχρι να καταλάβω ότι με καλούσε η αφεντικίνα μου…
Η Παρασκευή Μεσημέρη-Αγλέουρα, ήταν μια λαλίστατη καλοστεκούμενη ευτραφής πενηντάρα με ένα διπλοσάγονο σαν ακορντεόν, και φωνή τενόρου. Ξετρύπωνε απ’ τις κρυψώνες τους, εκτός από τις υπηρέτες της, που συνεχώς τις αναζητούσε – μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί ότι ταλαιπωρούνται αρκετά- και όλα τα ποντίκια του σκοτεινού τετραώροφου κτηρίου που στέγαζε την επιχείρησή τους, υπό τον τίτλο «Κατασκευή δερμάτινων ειδών». Αυτό τουλάχιστον έγραφε η επιγραφή. Το οίκημα, είχε χτιστεί απ’ τον τρισπάππο της και είχε περάσει από γενιά σε γενιά στην ίδια.
Η ίδια ήταν μοναχοκόρη και οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι αν δεν είχε αυτή την προίκα, θα έμενε στα σίγουρα στο ράφι. Ο Γιάγκος Αγλέουρας, νέος και άφραγκος, είχε βρεθεί πριν είκοσι χρόνια τυχαία στην Καταχνιά και το πρώτο κατάλυμα που είδε στο δρόμο του ήταν το σπίτι της Παρασκευής Μεσημέρη. Τότε λειτουργούσε ως χάνι για τους περαστικούς, αν και δεν ήταν πολλοί αυτοί που τολμούσαν να επισκεφτούν την Καταχνιά χωρίς να έχουν να κάνουν κάτι συγκεκριμένο. Ήταν ιδιαίτερα πονηρός και δεν δυσκολεύτηκε σχεδόν καθόλου να πείσει την ασχημούλα Παρασκευή να περάσουν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους. Με μερικές «τροποποιήσεις» στην επιχείρηση που έγιναν με άκρα μυστικότητα, ο Γιάγκος άρχισε να βγάζει πάρα πολλά χρήματα, σπέρνοντας στους ντόπιους την απορία και συνάμα τον φθόνο. Παιδιά δεν απέκτησαν, μιας και η νέα δουλειά τους, τούς είχε απορροφήσει τόσο πολύ, που νυχθημερόν οι μηχανές του υπογείου δούλευαν αγκομαχώντας, δονώντας ολόκληρο το οίκημα. Στην ουσία κανένας κάτοικος της Καταχνιάς δεν ήξερε τι ακριβώς γίνεται στα σκοτεινά υπόγεια του κτηρίου, και το μόνο που έβλεπαν, ήταν μια δυο φορές τη βδομάδα τα φορτηγά της εταιρείας να φορτώνουν κρεμασμένες σακούλες στις ειδικά διαμορφωμένες καρότσες τους. Επιπλέον, κάθε τόσο, κατέφθαναν κλειστά αμαξίδια ανεφοδιασμού, φέρνοντας στην επιχείρηση την «πρώτη ύλη» όπως την ονόμαζε το ζεύγος Αγλέουρα. Προφανώς, έκαναν εμπόριο δερμάτινων ειδών τα οποία πουλούσαν χονδρικώς στα καταστήματα των αστικών κέντρων της χώρας, ή τουλάχιστον αυτό ήθελαν να νομίζουν οι κάτοικοι της πόλης. Όλοι όμως πίστευαν ότι και κάτι άλλο συμβαίνει. Κάποιοι παλιότεροι το ονόμαζαν «το υπόγειο του τρόμου»…
(…) «Μόδεστε, με ακούς;» τσίριξε απ’ την άλλη άκρη της γραμμής η αφεντικίνα. «Η ώρα κοντεύει δώδεκα. Κοίτα μη σε πάρει ο ύπνος κακομοίρη μου έτσι αχαΐρευτος που είσαι. Το δέμα είναι πολύ σημαντικό, τόσο που δεν φαντάζεσαι. Έχε το νου σου».
Ακόμα και να ήθελα να κοιμηθώ, η πρίμα φωνή της κυρίας Παρασκευής με αφύπνισε για τα καλά. Όντως η ώρα πλησίαζε για την άφιξη της πτήσης. Ησυχία πλήρης επικρατούσε στο αεροδρόμιο, μιας και κανείς δεν ήταν τόσο τρελός για να ταξιδεύει τέτοια μέρα. Ανασήκωσα το γιακά του παλτού μου και κοίταξα απ’ το τζάμι. Στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα, φάνηκε μια φωτεινή κόκκινη κουκίδα και μετά από λίγο, ένας βόμβος έφτασε στ’ αυτιά μου. Η προσγείωση ήταν θέμα χρόνου. Οι ρόδες του αεροσκάφους στρίγγλισαν καθώς φρέναραν στο έδαφος και μετά από λίγα λεπτά διέκρινα την ατσούμπαλη φιγούρα του αχθοφόρου να έρχεται προς το μέρος μου, σπρώχνοντας ένα καρότσι, πάνω στο οποίο ήταν ακουμπισμένο το κόκκινο κιβώτιο. Χωρίς να μου μιλήσει, κοιτώντας με σχεδόν συνωμοτικά με το ένα του μάτι, άρπαξε το δέμα και το εναπόθεσε στην αγκαλιά μου μουγκρίζοντας: «Τέτοιο δέρμα δεν θα έχει ξαναδεί το αφεντικό σου πες του. Μιλάμε ότι μια φορά στα δέκα χρόνια κάνουμε τέτοια επιτυχία. Είναι παμπόνηρα τα ρημάδια και δεν τα ξεγελάς με τίποτα. Ο πελάτης θα πληρώσει αδρά», συμπλήρωσε. Ύστερα, γύρισε απότομα την κυρτή του πλάτη μ’ ένα αίσθημα βαθιάς ικανοποίησης, και απομακρύνθηκε με συρτά βήματα προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει.
Αμήχανος, προσπάθησα να σηκωθώ αλλά το βάρος του δέματος με κράτησε καθηλωμένο στη θέση μου. Ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις μου το αγκάλιασα, και με μια κίνηση αρσιβαρίστα σηκώθηκα στα πόδια μου. Τότε, ένιωσα κάτι που μ’ έκανε να ανατριχιάσω: Το περιεχόμενο του κουτιού ήταν ζωντανό. Δεν έκανα λάθος. «Κουνιούνται τα δέρματα;» σκέφτηκα με δέος. Μια κίνηση σαν κάποιος να αναδευόταν στο εσωτερικό του κιβωτίου με τρομοκράτησε, σε σημείο που προς στιγμήν σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια. Όλος αυτός ο ψυχαναγκασμός όμως που είχα χτίσει γύρω από την ελεύθερή μου βούληση αναλογιζόμενος τις συνέπειες της απόλυσής μου, με είχε βάλει στις ράγες του «πρέπει». Ακόμα και όταν άκουσα το «πράγμα» να βγάζει έναν υπόκωφο ήχο σαν αναστεναγμό, τα πόδια μου παρέμειναν καρφωμένα στα πλακάκια του πατώματος, τόσο από το βάρος, όσο κυρίως από τον ξαφνικό φόβο που με είχε κυριεύσει. Βιαστικά και με κομμένη την ανάσα, κατευθύνθηκα προς την έξοδο που είχα παρκάρει το αυτοκίνητό μου. Όσο προχωρούσα όμως, τόσο περισσότερο ένοιωθα το σπαρτάρισμα να δυναμώνει και η φωνή να γίνεται ολοένα και πιο δυνατή και ευδιάκριτη. Θα ορκιζόμουν ότι ήταν ανθρώπινη. «Ανοίξτε μου σας παρακαλώ, δεν έχω βλάψει κανέναν τόσες χιλιάδες χρόνια που ζω κάτω απ’ αυτή τη γη. Ούτε εγώ ούτε οι σύντροφοί μου. Γιατί με συλλάβατε; Πού με πάτε;» ακούστηκε μια ψιλή φωνούλα να βγαίνει διαθλασμένη μέσα απ’ το κουτί και να συνοδεύεται από χτυπήματα περισσότερο ευγενικά, παρά αγανακτισμένα. Τα γόνατά μου κόπηκαν σα να έφαγα τσεκουριά. Άνοιξα το πορτμπαγκάζ και έριξα μέσα το δέμα κάπως άτσαλα απ’ την τρομάρα μου. Έκλεισα με δύναμη το καπό και μπήκα στο αμάξι να σκεφτώ τι ακριβώς μού συνέβαινε. Ξεκίνησα με χαμηλή ταχύτητα και ανοιχτά παράθυρα παίρνοντας τον αγροτικό δρόμο που οδηγούσε έξω απ’ την πόλη. Πήρα πολλές βαθιές ανάσες, αλλά η σκέψη ότι κάποιο ζωντανό πλάσμα που μιλάει ανθρώπινα ήταν κλεισμένο μέσα σ’ ένα κουτί, είχε γεμίσει την ψυχή μου με ανάμεικτα συναισθήματα τύψεων, φόβου και ενοχής.
Σταθμίζοντας τα πράγματα, σκέφτηκα ότι τα μισόλογα που ακούγονταν για το υπόγειο του τρόμου δεν μπορεί να ήταν όλα υπερβολές. Ορισμένοι μάλιστα πέταγαν σπόντες για κραυγές που έβγαιναν από κει ειδικά τη νύχτα και για ήχους απόκοσμους που έκαναν να ανατριχιάσει όποιον τύχαινε να τους ακούσει. «Κάτι κακό γίνεται εκεί κάτω», σκέφτηκα με βεβαιότητα.
Έτσι, αποφασισμένος να λύσω τον γρίφο, σταμάτησα δεξιά και μετέφερα το κουτί σ’ ένα ξέφωτο πιο δίπλα απ’ τον δρόμο. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου τον σουγιά, και με τρεμάμενα άρχισα να σκίζω το περιτύλιγμα με προσοχή.
Δεν πρόλαβα καλά καλά να ανοίξω το πάνω μέρος του δέματος, και δυο μικροσκοπικά χεράκια ξεπρόβαλλαν ψαχουλεύοντας στο κενό. Ασυναίσθητα έκανα ένα βήμα πίσω κι ένα πλάσμα από τη μέση και πάνω με σώμα ανθρώπου και από τη μέση και κάτω με τελείωμα ερπετού, καλυμμένος ολόκληρος με βελούδινο κοντό τρίχωμα σαν μετάξι, βγήκε έξω φανερά μουδιασμένος. Ήταν κάτι σαν νάνος με γούνα ενυδρίδας και ουρά ερπετού. Απ’ όσο μπόρεσα να διακρίνω μέσα στο μισοσκόταδο, το κεφάλι του ήταν ολοστρόγγυλο και σκεπασμένο από μια συστάδα κοκκινωπά μαλλιά. Τα ζωηρά κατάμαυρα μάτια του, έψαχναν λαίμαργα τριγύρω να βρουν την απάντηση σε όσα έντονα τον απασχολούσαν. Η φιδίσια ουρά του βρισκόταν σε συνεχή κίνηση μάλλον από νευρικότητα. Το ύψος του δεν θα ήταν μεγαλύτερο από ένα μωρό, η κατασκευή του όμως ήταν στιβαρή και δεμένη, πράγμα που δικαιολογούσε το βάρος του… Από τη στάση του φαινόταν ξεκάθαρα ότι αμφιταλαντευόταν αν θα έπρεπε να εξαφανιστεί ή να με ευχαριστήσει που τον ελευθέρωσα, μα πριν προλάβει να αποφασίσει, τον πρόλαβα εγώ με αγωνία : «Αν φύγεις θα με σκοτώσουν», φώναξα με αγωνία. «Πλησίασε σε παρακαλώ να σου μιλήσω» του είπα παρακλητικά γονατίζοντας. Το πλάσμα, μετά από έναν μικρό δισταγμό, με πλησίασε, και με μια φωνούλα λεπτή και βραχνή συνάμα, μου αποκάλυψε την ταυτότητά του: «Με λένε Κέκροπα και είμαι Υποχθόνιος γέννημα θρέμμα. Χιλιάδες χρόνια τώρα ζούμε κάτω απ’ τη γη σε μέρη όμορφα, που ανθρώπου πόδι δεν έχει ακόμη ολοκληρωτικά αλώσει. Η γενιά μας είναι βασιλική και σπουδαία. Πολλοί από μας κρατάμε απ’ τον Ηρακλή και την Έχιδνα, ενώ άλλοι από τον Κέκροπα και αρχοντικές γυναίκες των Κιμμερίων του βορρά. Γεννιόμαστε μέσα σε κουκούλια που οι βασίλισσες αποθέτουν σε χωμάτινες κρύπτες και ζούμε χιλιάδες χρόνια, εκτός κι αν βρεθεί κανένας σαν και τα αφεντικά σου να μας σκοτώσει για το πολύτιμο δέρμα μας».
Όλα όσα είπε ο Κέκροπας με συγκλόνισαν. Περισσότερο όμως με τάραξε αυτό που είπε για το δέρμα των ατόμων της φυλής του. Παρότι χοντροκέφαλος, άρχισα να καταλαβαίνω τι συνέβαινε σε κείνο το υπόγειο του τρόμου. «Μη φοβάσαι από μένα τίποτα», βιάστηκα να απαντήσω, μιας και είδα ότι ο φίλος μας κοιτούσε δεξιά αριστερά για να βρει οδό διαφυγής. «Θα σε αφήσω ελεύθερο έτσι κι αλλιώς. Δε μου αρέσει καθόλου όλο αυτό που γίνεται και αν θες να το πιστέψεις: Δεν ήξερα τι ακριβώς κάνουν εκεί κάτω τα αφεντικά μου».
Και με τα λόγια αυτά τον πλησίασα και αρχίσαμε να μιλάμε για τη φρίκη που ανάβλυζε απ’ όλη τούτη την αποτρόπαια συνήθεια του ζεύγους Αγλέουρα. Ο Κέκροπας ήταν πλήρως ενημερωμένος και μου αποκάλυψε ότι εκτός από Υποχθόνιους, που τους πιάνουν σπάνια και με δυσκολία, οι αδίστακτοι αυτοί τύποι, συλλαμβάνουν και γδέρνουν πολλά σπάνια ζώα του δάσους. Κανένα δέρμα όμως από αυτά τα ζώα δεν έχει τις ειδικές ιδιότητες που έχει η δικιά τους γούνα: Είναι μαγική. Όποιος φορέσει παλτό που αποτελείται έστω και κατά ένα μικρό μέρος του από γούνα Υποχθόνιου, μπορεί να περάσει σε άλλες χωροχρονικές διαστάσεις και να ταξιδέψει στην ιστορία. Ακούγοντάς τον με το στόμα ανοιχτό, σκεφτόμουν με τρόμο πώς θα γλίτωνα απ’ την οργή των Αγλαιουραίων σαν μάθαιναν ότι το κουτί είναι άδειο. Ο Κέκροπας, σαν να διάβασε τη σκέψη μου, χαμογέλασε και με συμβούλεψε τι έπρεπε να κάνω.
(…) Στο μεταξύ, η ώρα είχε αρχίσει να κατηφορίζει προς το ξημέρωμα και ο Μόδεστος δεν είχε φανεί ακόμα στο εργαστήριου του τρόμου. Το ανδρόγυνο, καθισμένο ανήσυχα μπροστά από τα πολυάριθμα αποφάγια που μόλις είχαν αραδιάσει σε όλο το μήκος του τεράστιου μοναστηριακού τους τραπεζιού, περίμενε την άφιξη του δέματος. «Πεντακόσια χιλιάρικα χριστουγεννιάτικα δεν είναι και μικρός μποναμάς Παρασκευούλα μου», τσίριξε με συγκρατημένη χαρά ο Γιάγκος Αγλέουρας, τρίβοντας την παραφουσκωμένη κοιλιά του. Αρκεί να έρθει σύντομα αυτός ο χαζοβιόλης ώστε να προλάβουμε να ετοιμάσουμε για αύριο το ρούχο. Μέχρι να το γδάρουμε και να στεγνώσει λιγουλάκι το τομάρι του, θέλει ένα δίωρο. Απ’ τη μέση και πάνω δηλαδή, που μας ενδιαφέρει το γουναρικό. Το υπόλοιπο έχει μόνο φολίδες και στεγνώνει αμέσως. Ο κύριος και η κυρία Αδίστακτου περιμένουν τα παλτά τους ώστε να ταξιδέψουν ανήμερα των Χριστουγέννων στη Λειψία του 1720 για να παρακολουθήσουν το «Ορατόριο των Χριστουγέννων» ενορχηστρωμένο από τον ίδιο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ευτυχώς που η ματαιοδοξία των πλουσίων μας κάνει κι εμάς ζάμπλουτους» κάγχασε φιλάρεσκα για την ατάκα που ξεστόμισε κι άδειασε μονορούφι το κρασί απ’ το ποτήρι του στο παχύ του λαρύγγι.
«Σαν πολύ δεν αργεί;» πετάχτηκε η γυναίκα του θολώνοντας απότομα την ευτυχία που είχε απλωθεί στο ολοστρόγγυλό του πρόσωπο. Κοντεύει να ξημερώσει κι ακόμα να φανεί ο ανεπρόκοπος. Πότε θα προλάβουμε να το γδάρουμε το… ζαγάρι και να στεγνώσει κιόλας το τομάρι του; Πολύ φοβάμαι πως θα το χάσουμε το παραδάκι» κατέληξε με εμφανή την αγωνία στα λόγια της. Ο Αγλέουρας, ανασηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα που είχε βουλιάξει και σφύριξε τρεις φορές. Αμέσως, δυο κατάμαυρα άγρια σκυλιά έκαναν την εμφάνισή τους γρυλίζοντας, δείχνοντας τα κοφτερά τους δόντια που έλαμπαν στο φως της λάμπας. «Κάτσε εδώ με τους φύλακες εσύ να πάω να δω τι συμβαίνει και αργεί αυτό το κουτορνίθι», είπε κοφτά και σηκώθηκε με κόπο κατευθυνόμενος στο μέρος που είχε το φορτηγάκι του. Με κινήσεις νωχελικές, πήρε τον δρόμο του αεροδρομίου ελέγχοντας με προσοχή δεξιά κι αριστερά στα σύδεντρα μήπως δει κάποια περίεργη κίνηση.
(…) Δεν είχε περάσει πολλή ώρα από την απελευθέρωση του Κέκροπα και δεν μπορούσα να πιστέψω πόσα μαγικά πράγματα μπορούσε να κάνει αυτό το πλάσμα. Άλλαζε μορφές, άλλαζε χρώματα, μιλούσε όλες τις γλώσσες ζώων και ανθρώπων και άλλα πολλά και θαυμαστά. Γι’ αυτό, αναρωτιόμουν πώς στο καλό κατάφεραν να τον πιάσουν. Σα να διάβασε την απορία μου, μού εξήγησε ότι αυτό μπορεί να γίνει, μόνον αν οι λειχήνες που φυτρώνουν στις βελανιδιές του Γράμμου γίνουν μωβ, κάτι που συμβαίνει κάθε τρία χρόνια. Όταν λοιπόν αυτές τελειώσουν από τη δική τους περιοχή, οι Υποχθόνιοι ξεμακραίνουν, και εμφανίζονται ακόμα και την ημέρα προκειμένου να τις βρουν. Έτσι γίνονται ευάλωτοι στους κυνηγούς, που δυστυχώς τελευταία έχουν πολλαπλασιαστεί μιας και τα πλάσματα αυτά πιάνουν εξαιρετικά καλή τιμή στο παραεμπόριο των αδίστακτων γδαρτών τους.
«Βλέπεις έχουμε κι εμείς τις αδυναμίες μας. Οι μωβ λειχήνες είναι το βασικό συστατικό του φίλτρου που φτιάχνουμε ώστε να είμαστε υγιείς και μακρόβιοι», κατέληξε χαμογελώντας ο μικρούλης (τρόπος του λέγειν) και με ένα εντυπωσιακό σάλτο βρέθηκε στον ώμο μου, και κόντεψε να με γκρεμίσει. «Και τι κάνουμε τώρα κύριε Κέκροπα;» τον ρώτησα με αγωνία ανάμεικτη με μια γλυκιά προσμονή για τη συνέχεια. «Δε νομίζω να θες να σε κουβαλήσω ε; Αν και κοντός τα’ χεις τα κιλάκια σου» είπα με παιχνιδιάρικη φωνή και περίμενα να δω τι είχε σκεφτεί.
«Λοιπόν Μόδεστε» μου απάντησε με επισημότητα «θα κάνουμε κάτι μαγικό. Λοιπόν, θα με βοηθήσεις εσύ που είσαι …ψηλός, να μαζέψουμε λειχήνες απ’ αυτό το δάσος για να φτιάξω ένα μείγμα, που όμοιό του δεν υπάρχει. Το υγρό αυτό «δένει» μόνο τα Χριστούγεννα και μόνον αν βρω αυτά τα βοτάνια που θέλω. Ξεκίνα λοιπόν να περπατάς αργά αργά κι εγώ θα κοιτάζω τους κορμούς και θα μαζεύω ό,τι μου κάνει». Τι να κάνω κι εγώ λοιπόν, άρχισα να βαδίζω με το βάρος του Κέκροπα στους αδύναμους ώμους μου, με μια κρυφή φιλαρέσκεια να με κάνει να χαμογελάω μιας και με είπε «ψηλό». Κανείς δεν με είχε αποκαλέσει έτσι μέχρι τώρα. Αντιθέτως. Και βέβαια, από τη στιγμή που άρχισα να συναναστρέφομαι μ’ αυτό το πλάσμα η αυτοπεποίθησή μου άρχισε να τονώνεται, κάνοντάς με να νοιώθω υπέροχα.
Δεν κατάλαβα πώς πέρασε μια ώρα, και οι ήχοι απ’ το μασούλημα του Κέκροπα με επανέφεραν στην πραγματικότητα. «Τι τρως εκεί πάνω;», τον ρώτησα με απορία και ενόχληση για τον θόρυβο που έκανε. «Μασουλάω τις λειχήνες λιγάκι, γιατί το σάλιο μας έχει ένα ειδικό ένζυμο που λειτουργεί ως καταλύτης. Σε λίγο θα προσθέσω τα βότανα, μερικές φολίδες απ’ την ουρά μου και λίγες τρίχες απ’ τη γούνα μου και το φίλτρο θα είναι έτοιμο. Υπολόγισε δηλαδή ότι σε μισή ώρα θα είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το υπόγειο του τρόμου». Μόλις το άκουσα, τινάχτηκα τόσο δυνατά, που ο Κέκροπας κόντεψε να πέσει κάτω. Με μια αριστοτεχνική όμως κίνηση, σαν πουλί, κρατήθηκε και για να με καθησυχάσει και μου αποκάλυψε το μυστικό του σχέδιο. Ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν το είχα ξανακούσει, ούτε πίστευα ότι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί. Δε σας κρύβω ότι είχα πολλές επιφυλάξεις για την επιτυχία του εγχειρήματος.
(…) Όσο η ώρα περνούσε, το ζεύγος των «μόδιστρων» δεν έλεγε να βρει ησυχία. Τα χρήματα που τους είχε τάξει ο κύριος Αδίστακτος, κόντευαν να κάνουν φτερά. Η αγωνία είχε ανθίσει στο ιδρωμένο πρόσωπο του Γιάγκου Αγλέουρα, που σκουπίζοντας το μέτωπό του μ’ ένα λερωμένο πανί πηγαινοερχόταν ανάμεσα στα δέντρα κρατώντας ένα φακό και κοιτάζοντας προσεκτικά μήπως βρει κάτι. «Ψύλλους στ’ άχυρα ψάχνουμε καημένε», τσίριξε η Παρασκευή που είχε λαχανιάσει απ’ το περπάτημα. «Ξέχασέ τα τα λεφτά γι’ απόψε Γιάγκο. Τη χάσαμε την προθεσμία. Όμως ο θυμός μου δεν θα πάει χαμένος. Μόλις πιάσω στα χέρια μου αυτό το ζωντόβολο θα το γδάρω ζωντανό και θα ράψω απ΄ το τομάρι του πατάκια για την κουζίνα», γρύλισε με θυμό ακολουθώντας τον άντρα της στο δάσος.
(…) Την ίδια στιγμή, εμείς είχαμε μπει στο αμάξι και κατευθυνόμασταν με μεγάλη ταχύτητα προς το σκοτεινό κτήριο των Αγλεουραίων. Πλησιάζοντας, έκοψα ταχύτητα και παρκάρισα σ’ ένα σύδεντρο λίγα μέτρα μακρύτερα. Βεβαιώθηκα ότι στην τσέπη μου είχα τα σωστά κλειδιά, σήκωσα τον Κέκροπα αγκαλιά και άρχισα να βαδίζω προσεκτικά προς τον περίβολο. Μόλις διαπίστωσα ότι το φορτηγάκι έλειπε, δεν πίστευα στην τύχη μας. Κατέβηκα τα σκαλάκια της αυλής και ξεκλείδωσα τη βαριά κλειδαριά της εξωτερικής πόρτας του υπογείου.
Ο Υποχθόνιος φίλος μου, τσιτώθηκε για τα καλά. Οι αποκρουστικές μυρωδιές είχαν αποκρυπτογραφήσει στα ρουθούνια του όλο το μέγεθος της φρίκης που συντελούνταν εκεί. «Εδώ μέσα γυρίζουνε εγκλωβισμένες πολλές ψυχές ζώων και Υποχθόνιων, ξωτικών και καλικαντζάρων, τελώνιων και νεράιδων», διαπίστωσε με φρίκη ο Κέκροπας και πηδώντας απ’ την πλάτη μου, άρχισε να ψάχνει την αποθήκη και το πατάρι του υπογείου. Σαν βρήκε τα κρεμασμένα δέρματα στα τσιγκέλια που είχαν αφήσει οι γδάρτες για να ξεραθούν, άρχισε το έργο του: Τα ράντισε όλα ένα προς ένα και μου έκανε νόημα να περιμένω σιωπηλός στη γωνία του υγρού κατωγιού. Ύστερα, ψέλλισε κάτι ακαταλαβίστικα λόγια και φταρνίστηκε τρεις φορές.
Σε λίγο, αυτό που είδα, δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω: τα δέρματα άρχισαν να κουνιούνται και να ζωηρεύουν. Το χρώμα τους γινόταν ολοένα και πιο έντονο και σε λίγο έπαιρναν τη μορφή και τις διαστάσεις του πλάσματος στο οποίο ανήκαν. Το αμέσως επόμενο διάστημα, το υπόγειο γέμισε με ζωντανά μαγικά πλάσματα που είχαν παγιδευτεί από τον Αγλέουρα και είχαν χάσει τη ζωή τους με τρόπο βίαιο και αποτρόπαιο. Μόλις συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, κύκλωσαν τον Κέκροπα με ευγνωμοσύνη και περίμεναν να τους μιλήσει. Αυτός, ανεβαίνοντας πάνω σε ένα ξύλινο τελάρο για να φαίνεται απ’ όλους, άρχισε να τους λέει κάτι σε μια παράξενη γλώσσα διάστικτη από λαρυγγισμούς και επιφωνήματα. Κατά τα φαινόμενα, όλοι κατάλαβαν τι είπε εκτός από μένα. Όταν τελείωσε, τα πλάσματα ακροβολίστηκαν στην εσωτερική περίμετρο του υπογείου και κρύφτηκαν καλά, αλλάζοντας χρώμα και σχήμα.
Σε λίγη ώρα, το ζεύγος Αγλέουρα επέστρεψε. Ο ήχος των βημάτων τους ήχησε βαρύς στ’ αυτιά μου καθώς κατέβαιναν την ξύλινη σκάλα του υπογείου και η αγωνία που ένοιωθα, κόντευε να με κάνει να λιποθυμήσω. Το κλειδί στην κλειδαριά της εσωτερικής πόρτας γύρισε δυο φορές αφήνοντας έναν ξερό μεταλλικό ήχο, κι ο Γιάγκος Αγλέουρας φάνηκε πρώτος να εισβάλλει με φόρα στη σκοτεινή αίθουσα του κατωγιού. Στο χέρι του κρατούσε ένα φανάρι κι εμφανώς ανυποψίαστος κατευθυνόταν προς τον κεντρικό διακόπτη του ρεύματος για να φωτίσει τον χώρο. Πίσω του, σε απόσταση αναπνοής, ακολουθούσε η γυναίκα του μουρμουρίζοντας απειλές και κατάρες για την αφεντιά μου.
Ξαφνικά, όταν άναψε το φως, ένα μεγάλο αραχνοΰφαντο δίχτυ έπεσε απ’ την οροφή και αιχμαλώτισε σφιχτά το ανδρόγυνο. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου και πριν ακόμα αντιληφθούν τι συμβαίνει, δεκάδες παράξενα πλάσματα ξεφύτρωσαν από παντού και κύκλωσαν τους κατάπληκτους Αγλεουραίους. «Μα, τι είναι όλα τούτα τα στοιχειά, από πού ήρθαν στο σπίτι μας;», αναρωτήθηκε με τρόμο ο Γιάγκος, κάνοντας απότομες και απεγνωσμένες κινήσεις προσπαθώντας να απελευθερωθεί. «Εσύ μας έφερες εδώ», απάντησαν όλα τα πλάσματα μαζί. «Εσύ μας σκότωσες, εσύ μας έγδαρες, εσύ πούλησες το δέρμα μας για να βγάλεις λεφτά», ακούστηκε με φρικιαστικό αντίλαλο η σπαρακτική κραυγή των ζώων και των απόκοσμων πλασμάτων.
Ένας καλικάντζαρος προχώρησε μπροστά και κολλώντας το μαυριδερό του πρόσωπο στην ιδρωμένη μούρη της κυρίας Παρασκευής της είπε με ύφος ωμής εκδίκησης: « Για να σε δούμε τώρα εσένα που σιδέρωσες το δέρμα μου, πώς θα φαίνεσαι γδαρμένη και κρεμασμένη…», παίρνοντας από τον πάγκο ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο. «Όχι, όχι σας παρακαλώ, σας ικετεύω μην μας σκοτώσετε, θα σας δώσουμε όλα μας τα λεφτά και το χρυσάφι που έχουμε μαζέψει τόσα χρόνια. Αφήστε μας να φύγουμε και θα εξαφανιστούμε για πάντα από προσώπου γης», ούρλιαξε αυτή με τρόμο. Ο Κέκροπας, πηδώντας στον αέρα, άρπαξε το μαχαίρι από τον καλικάντζαρο και το πέταξε μακριά. «Εμείς δεν είμαστε δολοφόνοι», είπε κοφτά για να ακουστεί απ’ όλους. «Ξέρω ότι είναι δύσκολο να βλέπετε μπροστά σας αυτούς που σας θανάτωσαν για να πλουτίσουν. Όμως αν τους σκοτώσουμε κι εμείς, θα γίνουμε σαν κι αυτούς. Ας κρατήσουμε το ότι είμαστε όλοι ζωντανοί. Βεβαίως δεν θα μείνουν ατιμώρητοι, γι’ αυτό σκέφτηκα κάτι που ελπίζω να σας βρει σύμφωνους: Θα τους πάρω στη χώρα των Υποχθόνιων και θα τους ζέψω στο νερόμυλο που τροφοδοτείται απ’ τις υπόγειες λίμνες για να κινεί τις τροχαλίες στο δικό μας εργαστήρι. Πιστεύω ότι στα πρώτα εκατό χρόνια θα έχουν μετανιώσει γι’ αυτά που έκαναν. Στα επόμενα εκατό, θα έχουν καιρό να σκεφτούν καλύτερα τι θα πει απληστία. Ύστερα το ξαναβλέπουμε. Έχουμε καιρό…
Τα πλάσματα συμφώνησαν με νεύματα, γρυλίσματα και επιδοκιμασίες. Το ζεύγος Αγλέουρα, χλωμό απ’ τα όσα άκουσε, δέχτηκε τη μοίρα του αδιαμαρτύρητα. Τυλίχτηκε απ’ τις νεράιδες σ’ ένα μεταξωτό κουκούλι και μεταφέρθηκε μέσα στο πηχτό σκοτάδι στην πλησιέστερη είσοδο του κάτω κόσμου, με οδηγό τα γεροντότερα ξωτικά της περιοχής. Εκεί, τα πλάσματα χωρίστηκαν και το καθένα πήρε το δρόμο του, για τον δικό του κόσμο. Εγώ πάλι, ο Μόδεστος Κατσαρίδης, με τα χρήματα που… κληρονόμησα, γκρέμισα το κτήριο του τρόμου και στη θέση του άνοιξα ένα τεράστιο πολυώροφο κατάστημα ενδυμάτων. Μεταξύ μας όμως, παρά τα τόσα πατώματα και τα χιλιάδες ρούχα που αγόρασα για εμπόρευμα, δεν θα βρείτε ούτε ένα δερμάτινο…