Ο Αγγέλης ο Λέλεκας, όπως τον φώναζαν στο νησί οι συγχωριανοί του εξαιτίας των ψηλών κι αδύνατων ποδιών του, ένας μεσόκοπος άντρας με αδρά χαρακτηριστικά, αφού έδεσε τις «απείθαρχες» κληματσίδες του αμπελιού του στους ξύλινους πασσάλους που είχε μπήξει στο νοτισμένο χώμα, έκατσε αναστενάζοντας κάτω από μια διπλανή συκιά κι άπλωσε τις αρίδες του με ανακούφιση για να ξαποστάσει. Έβγαλε απ’ το δισάκι του ένα ρομπόλι με κρύο νερό και αφού δροσίστηκε, κατέβασε τη σκούφια του χαμηλά κι ακούμπησε στον κορμό του δέντρου να πάρει έναν γρήγορο μεσημεριανό υπνάκο.
«Είναι άτιμο δέντρο η συκιά Αγγέλη, έχει βαρύ ίσκιο και πρόσεξε. Από συκιά κρεμάστηκε ο Ιούδας και τη μόλεψε», ακούστηκε η νεανική φωνή του Στάμου του βαρκάρη που εκείνη την ώρα κατηφόριζε το μονοπάτι προς το λιμανάκι του χωριού για να συγυρίσει τη βάρκα του. «Δε βαριέσαι ορέ Στάμο», αποκρίθηκε ο Λέλεκας, «Εγώ είμαι ατιμότερος από δαύτηνε», συμπλήρωσε κι ετοιμάστηκε να τεντωθεί για να βολευτεί καλύτερα πάνω στο πανωφόρι που’ χε απλώσει κάτω απ’ το δέντρο. «Μωρέ δεν πας να κουρευτείς ; Εγώ φταίω που ενδιαφέρθηκα» μονολόγησε ο ψαράς και τράβηξε το δρόμο του.
Το λιμανάκι του χωριού ήταν κλειστό και όμορφο. Η Μαριορή, η βάρκα του Στάμου ήτανε μια γαΐτα καλοφτιαγμένη, σκαρί γερό με πανιά καινούργια που την κάνανε να πετάει πάνω απ’ τα κύματα με χάρη και σβελτάδα. Ο ατρόμητος κι επιδέξιος βαρκάρης ήτανε ένα παλικάρι κοντά στα εικοσιπέντε, με ωραία χαρακτηριστικά και κορμί γερό, ζυμωμένο με το αλάτι της θάλασσας. Σήμερα είχε σκοπό να ρίξει τα δίχτυα του μακριά, στο νότιο μέρος του νησιού και γι’ αυτό έρεπε να ξεκινήσει νωρίς ώστε να φτάσει πριν το σούρουπο στον προορισμό του. Πραγματικά, αφού έλυσε τα σκοινιά, ανοίχτηκε στο πέλαγος γυρίζοντας τα πανιά του προς το μαΐστρο. Ο ήλιος είχε αρχίσει από ώρα να κατεβαίνει, βάφοντας τη θάλασσα χρυσοκόκκινη. Ο Στάμος, σαν αντίκρισε στις σπηλιές του κάβου, ένα σημάδι που είχε μάθει απ’ τους παλιούς, άρχισε να αμολάει τα δίχτυα του στη θάλασσα και να κατευθύνει τη βάρκα του νότια προς τη στεριά. Η ακτογραμμή ήταν κακοτράχαλη και κατάφυτη από σκίνα και μυρτιές που φύτρωναν μέχρις εκεί που έσκαγε το κύμα. Το ακρωτήρι της Γοργόνας, όπως λεγόταν το νοτιότερο μέρος του νησιού, είχε αρχίσει να γκριζοφέρνει καθώς το φως της μέρας λιγόστευε. Ο επιδέξιος βαρκάρης, αφού έριξε και τις τελευταίες οργιές των διχτυών του στο νερό, φουντάρισε την άγκυρα και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε έξω απ’ τη γαΐτα κρατώντας το καλάθι του με το κολατσιό του. Η θαλασσινή αύρα είχε αρχίσει να διώχνει την αυγουστιάτικη ζέστη κι έτσι ο Στάμος κάθισε σ’ ένα βραχάκι για να ξεκουραστεί, αφήνοντας τα δίχτυα του να ψαρεύουν. Αφού έφαγε, έγειρε τη ράχη του στην πλάτη του βράχου και άρχισε να σκέφτεται διάφορα. Η νύχτα είχε αρχίσει να απλώνει τα σκούρα φουστάνια της πάνω απ’ την πλάση, αφήνοντας ακόμα λίγο φως να ξεψυχάει πάνω στο ασημένιο σώμα της θάλασσας.
Μέσα σ’ αυτή την γαλήνη, ήρθε στο μυαλό του ο Αγγέλης ο Λέλεκας. «Ποιος ξέρει τι όνειρα θα είδε ο καψερός κάτω απ’ τη συκιά», μουρμούρισε σκάζοντας ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο στα χείλη του, σα να εκδικούνταν την ξεροκεφαλιά του συγχωριανού του. Ξαφνικά, οι σκέψεις του διακόπηκαν από έναν εκκωφαντικό παφλασμό και μια φωνή απόκοσμη που έβγαινε μέσα απ’ το κύμα τον τράβηξε κατά κει σαν μαγνητισμένο. Τα καταγάλανα μάτια του, άνοιξαν διάπλατα και το πρόσωπό του παραμορφώθηκε απ’ την έκπληξη σαν αντίκρυσε μια γυναικεία μορφή θεϊκής ομορφιάς, να στενάζει μπερδεμένη στα δίχτυα του και να ανεβοκατεβαίνει στην επιφάνεια του νερού ξεστομίζοντας πότε λόγια ανθρώπινα, πότε φοβερές κραυγές άλλης γλώσσας, κόσμου μαγικού. Σα μεθυσμένος, έσυρε απ΄το ζωνάρι του το μαχαίρι και πλησίασε τη γοργόνα για να της κόψει τα δεσμά. Εκείνη όμως σαν τον είδε να κρατάει την κάμα, άφρισε απ’ την οργή της και μ’ ένα απότομο τίναγμα, τον χτύπησε με την ουρά της και τον έριξε κάτω λιπόθυμο. Όταν συνήλθε ο βαρκάρης, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που του συνέβη ήταν αλήθεια ή ψέματα. Αν έζησε πραγματικά αυτή την αλλόκοτη περιπέτεια ή αν την είχε ονειρευτεί. Σαστισμένος, μπήκε στη βάρκα του και βυθίστηκε σε πολλές σκέψεις καθώς άρχισε σιγά σιγά να μαζεύει τα δίχτυα του.
Σαν γλυκοχάραξε, έφτασε στο λιμανάκι κι αφού έβαλε τα ψάρια του σ’ ένα κοφίνι πήρε το μονοπάτι για το χωριό. Στα μισά περίπου, έφτασε στο χωράφι του Αγγέλη του Λέλεκα, ο οποίος μόλις είχε φτάσει, για να καθαρίσει τα ξερόχορτα πρωί πρωί, πριν τον πιάσει η κάψα του αυγουστιάτικου ήλιου.
«Στάσου ορέ Στάμο και σου’ χω νέα», του φώναξε σαν τον είδε να ανηφορίζει. «Είχες μεγάλο δίκιο για τον ίσκιο της συκιάς. Μόλις έφυγες χτες, με πήρε ένας ύπνος βαθύς. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμήθηκα αλλά είδα ένα όνειρο παράξενο: Ότι είχες πιάσει -λέει- μια γοργόνα με τα δίχτυα σου. Άκου κάτι πράματα που βλέπει κανείς σαν κοιμηθεί στον ίσκιο της συκιάς», είπε, κι απομακρύνθηκε σφυρίζοντας…